επελαύνω: Difference between revisions
From LSJ
Φίλιππον ἐπιστῆσαι τοῖς πράγμασι τούτοις → let Philip have a hand in the business, surrender control to Philip
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
m (Text replacement - "ὁμοῡ" to "ὁμοῦ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM [[ἐπελαύνω]]) [[ελαύνω]]<br /><b>1.</b> επιτίθεμαι [[έφιππος]]<br /><b>2.</b> επιτίθεμαι ορμητικά<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[διέρχομαι]], [[διασχίζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[οδηγώ]] [[κάπου]] («τὰς ἁμάξας ἐπελαύνουσι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[τοποθετώ]] [[πάνω]] σε μια [[επιφάνεια]] [[μέταλλο]] σφυρηλατημένο σε πλάκες («ἐπὶ δ' ὄγδοον ἤλασε χαλκόν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[σπρώχνω]] με τη βία («[[στέρνα]] θ' | |mltxt=(AM [[ἐπελαύνω]]) [[ελαύνω]]<br /><b>1.</b> επιτίθεμαι [[έφιππος]]<br /><b>2.</b> επιτίθεμαι ορμητικά<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[διέρχομαι]], [[διασχίζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[οδηγώ]] [[κάπου]] («τὰς ἁμάξας ἐπελαύνουσι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[τοποθετώ]] [[πάνω]] σε μια [[επιφάνεια]] [[μέταλλο]] σφυρηλατημένο σε πλάκες («ἐπὶ δ' ὄγδοον ἤλασε χαλκόν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[σπρώχνω]] με τη βία («[[στέρνα]] θ' ὁμοῦ καὶ χεῑρας ἐπήλασαν»)<br /><b>4.</b> [[εξοκέλλω]], [[πέφτω]] έξω<br /><b>5.</b> <b>παθ.</b> [[έρχομαι]] [[τελευταίος]] («το τε ἡγούμενον τοῦ τομέως ἐρωμένον ᾖ καὶ τὸ ἐπελαυνόμενον ἱκανόν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>6.</b> [[αναγκάζω]] κάποιον να πληρώσει. | ||
}} | }} |
Revision as of 09:13, 27 March 2021
Greek Monolingual
(AM ἐπελαύνω) ελαύνω
1. επιτίθεμαι έφιππος
2. επιτίθεμαι ορμητικά
αρχ.-μσν.
διέρχομαι, διασχίζω
αρχ.
1. οδηγώ κάπου («τὰς ἁμάξας ἐπελαύνουσι», Ηρόδ.)
2. τοποθετώ πάνω σε μια επιφάνεια μέταλλο σφυρηλατημένο σε πλάκες («ἐπὶ δ' ὄγδοον ἤλασε χαλκόν», Ομ. Ιλ.)
3. σπρώχνω με τη βία («στέρνα θ' ὁμοῦ καὶ χεῑρας ἐπήλασαν»)
4. εξοκέλλω, πέφτω έξω
5. παθ. έρχομαι τελευταίος («το τε ἡγούμενον τοῦ τομέως ἐρωμένον ᾖ καὶ τὸ ἐπελαυνόμενον ἱκανόν», Ξεν.)
6. αναγκάζω κάποιον να πληρώσει.