ενδιατρίβω: Difference between revisions
From LSJ
(11) |
m (Text replacement - "μᾱλλον" to "μᾶλλον") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM [[ἐνδιατρίβω]])<br /><b>1.</b> [[μένω]] [[κάπου]] για ένα [[χρονικό]] [[διάστημα]] («Ἀννίβας... ἐνδιέτριβε τῇ παρὰ τὸν Ἀδρίαν χώρᾳ», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> (για λόγο) [[επιμένω]] στις λεπτομέρειες («διό | |mltxt=(AM [[ἐνδιατρίβω]])<br /><b>1.</b> [[μένω]] [[κάπου]] για ένα [[χρονικό]] [[διάστημα]] («Ἀννίβας... ἐνδιέτριβε τῇ παρὰ τὸν Ἀδρίαν χώρᾳ», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> (για λόγο) [[επιμένω]] στις λεπτομέρειες («διό μᾶλλον ἄν τις ἐνδιατρίψειε [[περί]] αὐτῶν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[ασχολούμαι]] με [[κάτι]], [[επιμένω]], [[καταγίνομαι]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[διαθέτω]] τον χρόνο μου, [[χρονοτριβώ]], [[χασομερώ]] («χρόνον ἐνδιατρίψας τέ τινα [[περί]] τήν Ῥώμην»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (με δοτ. προσ.) [[συναναστρέφομαι]]<br /><b>2.</b> [[μακραίνω]] τον λόγο, [[περιττολογώ]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:15, 27 March 2021
Greek Monolingual
(AM ἐνδιατρίβω)
1. μένω κάπου για ένα χρονικό διάστημα («Ἀννίβας... ἐνδιέτριβε τῇ παρὰ τὸν Ἀδρίαν χώρᾳ», Πολ.)
2. (για λόγο) επιμένω στις λεπτομέρειες («διό μᾶλλον ἄν τις ἐνδιατρίψειε περί αὐτῶν», Αριστοτ.)
3. ασχολούμαι με κάτι, επιμένω, καταγίνομαι
αρχ.-μσν.
διαθέτω τον χρόνο μου, χρονοτριβώ, χασομερώ («χρόνον ἐνδιατρίψας τέ τινα περί τήν Ῥώμην»)
αρχ.
1. (με δοτ. προσ.) συναναστρέφομαι
2. μακραίνω τον λόγο, περιττολογώ.