ήδομαι: Difference between revisions

From LSJ

χωρὶς ὑγιείας βίος ἄβιος ἐστίwithout health life is no-life, without health life is unlivable

Source
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
m (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἥδομαι]], δωρ. τ. ἅδομαι, αιολ. τ. ἄδομαι (Α)<br /><b>1.</b> (με μτχ.) ευχαριστούμαι, ευφραίνομαι, [[αισθάνομαι]] [[τέρψη]] («ἥσθη ἀκούσας» — με [[ευχαρίστηση]] άκουσε, <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> (με αιτ. και μτχ.) [[χαίρομαι]] («ἥσθην [[πατέρα]] τὸν ἀμὸν εὐλογοῡντά σε» — με [[χαρά]] σε άκουσα να επαινείς τον [[πατέρα]] σου, <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> (η μτχ. ως επίθ.) <i>ηδόμενος</i>, -<i>ένη</i>, -<i>ον</i><br />[[γεμάτος]] [[χαρά]], [[ευχαριστημένος]] («ἡδομένᾳ ψυχᾷ», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>4.</b> (μτχ. ενεστ. στη φρ.) «ἡδομένῳ μοί ἐστί τι» — με ευχαριστεί [[κάτι]]<br /><b>5.</b> (ουδ. πληθ. μτχ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) <i>τὰ ἥδοντα</i><br />οι χαρές, οι τέρψεις<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α. «ἥδομαί τινι» — ευφραίνομαι με [[κάτι]] ή για [[κάτι]]<br />β. (μόνο μια [[φορά]] με γεν.) «ἥσθη πώματος» — γεύθηκε το [[ποτό]], απόλαυσε το [[ποτό]], ήπιε με [[ευχαρίστηση]], <b>Σοφ.</b><br />γ. ([[επίσης]] με εμπρόθ. προσδ.) «[[ἥδομαι]] ἐπί τινι», ή «[[ἥδομαι]] [[ὑπέρ]] τινος» — ευχαριστούμαι, [[αισθάνομαι]] [[ευχαρίστηση]] με [[κάτι]]<br />δ. (και με αιτιολ. πρότ.) «ὡς [[ἥδομαι]] ὅτι» — πόσο ευχαριστούμαι που, <b>Αριστοφ.</b><br /><b>7.</b> (ειρωνικώς) [[διασκεδάζω]] με [[κάτι]] («ἥσθην ἀπειλαῑς» — διασκέδασα με τις απειλές σου, <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>8.</b> (το ενεργ. σπάν.) <i>ἥδω</i><br />[[ευχαριστώ]], [[ευφραίνω]] κάποιον ή [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Ο θεματ. ενεστ. [[ήδομαι]] ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>sw</i><i>ā</i><i>d</i>- «[[γλυκός]]» και αντιστοιχεί επακριβώς σε αρχ. ινδ. <i>sv</i><i>ā</i><i>date</i> «[[γίνομαι]] [[γευστικός]], [[νόστιμος]]», με παράλληλο και συνηθέστερο τ. <i>svadate</i>, -<i>ti</i> «[[είμαι]] [[εύγευστος]], αρέσω» και «[[κάνω]] [[κάτι]] εύγεστο, [[γλυκαίνω]]». Το ένσιγμο θ. του [[ήδος]], που ανήκει στην [[ίδια]] [[οικογένεια]], και τα [[σύνθετα]] του σε -<i>ηδής</i> συνδέονται με αρχ. ινδ. <i>pra</i>-<i>sv</i><i>ā</i><i>das</i>- «ευχάριστο», ενώ το παράγωγο [[ηδονή]] με αρχ. ινδ. <i>sv</i><i>ā</i><i>d</i>-<i>ana</i>- «αυτό που κάνει [[κάτι]] εύγευστο» (<b>βλ.</b> και [[ανδάνω]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ηδονή]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό) [[ανήδομαι]], <i>αντεφήδομαι</i>, [[ενήδομαι]], [[εφήδομαι]], [[προήδομαι]], [[προσήδομαι]], [[συνήδομαι]], [[υπερήδομαι]]].
|mltxt=[[ἥδομαι]], δωρ. τ. ἅδομαι, αιολ. τ. ἄδομαι (Α)<br /><b>1.</b> (με μτχ.) ευχαριστούμαι, ευφραίνομαι, [[αισθάνομαι]] [[τέρψη]] («ἥσθη ἀκούσας» — με [[ευχαρίστηση]] άκουσε, <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> (με αιτ. και μτχ.) [[χαίρομαι]] («ἥσθην [[πατέρα]] τὸν ἀμὸν εὐλογοῦν
τά σε» — με [[χαρά]] σε άκουσα να επαινείς τον [[πατέρα]] σου, <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> (η μτχ. ως επίθ.) <i>ηδόμενος</i>, -<i>ένη</i>, -<i>ον</i><br />[[γεμάτος]] [[χαρά]], [[ευχαριστημένος]] («ἡδομένᾳ ψυχᾷ», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>4.</b> (μτχ. ενεστ. στη φρ.) «ἡδομένῳ μοί ἐστί τι» — με ευχαριστεί [[κάτι]]<br /><b>5.</b> (ουδ. πληθ. μτχ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) <i>τὰ ἥδοντα</i><br />οι χαρές, οι τέρψεις<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α. «ἥδομαί τινι» — ευφραίνομαι με [[κάτι]] ή για [[κάτι]]<br />β. (μόνο μια [[φορά]] με γεν.) «ἥσθη πώματος» — γεύθηκε το [[ποτό]], απόλαυσε το [[ποτό]], ήπιε με [[ευχαρίστηση]], <b>Σοφ.</b><br />γ. ([[επίσης]] με εμπρόθ. προσδ.) «[[ἥδομαι]] ἐπί τινι», ή «[[ἥδομαι]] [[ὑπέρ]] τινος» — ευχαριστούμαι, [[αισθάνομαι]] [[ευχαρίστηση]] με [[κάτι]]<br />δ. (και με αιτιολ. πρότ.) «ὡς [[ἥδομαι]] ὅτι» — πόσο ευχαριστούμαι που, <b>Αριστοφ.</b><br /><b>7.</b> (ειρωνικώς) [[διασκεδάζω]] με [[κάτι]] («ἥσθην ἀπειλαῑς» — διασκέδασα με τις απειλές σου, <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>8.</b> (το ενεργ. σπάν.) <i>ἥδω</i><br />[[ευχαριστώ]], [[ευφραίνω]] κάποιον ή [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Ο θεματ. ενεστ. [[ήδομαι]] ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>sw</i><i>ā</i><i>d</i>- «[[γλυκός]]» και αντιστοιχεί επακριβώς σε αρχ. ινδ. <i>sv</i><i>ā</i><i>date</i> «[[γίνομαι]] [[γευστικός]], [[νόστιμος]]», με παράλληλο και συνηθέστερο τ. <i>svadate</i>, -<i>ti</i> «[[είμαι]] [[εύγευστος]], αρέσω» και «[[κάνω]] [[κάτι]] εύγεστο, [[γλυκαίνω]]». Το ένσιγμο θ. του [[ήδος]], που ανήκει στην [[ίδια]] [[οικογένεια]], και τα [[σύνθετα]] του σε -<i>ηδής</i> συνδέονται με αρχ. ινδ. <i>pra</i>-<i>sv</i><i>ā</i><i>das</i>- «ευχάριστο», ενώ το παράγωγο [[ηδονή]] με αρχ. ινδ. <i>sv</i><i>ā</i><i>d</i>-<i>ana</i>- «αυτό που κάνει [[κάτι]] εύγευστο» (<b>βλ.</b> και [[ανδάνω]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ηδονή]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό) [[ανήδομαι]], <i>αντεφήδομαι</i>, [[ενήδομαι]], [[εφήδομαι]], [[προήδομαι]], [[προσήδομαι]], [[συνήδομαι]], [[υπερήδομαι]]].
}}
}}

Latest revision as of 14:15, 27 March 2021

Greek Monolingual

ἥδομαι, δωρ. τ. ἅδομαι, αιολ. τ. ἄδομαι (Α)
1. (με μτχ.) ευχαριστούμαι, ευφραίνομαι, αισθάνομαι τέρψη («ἥσθη ἀκούσας» — με ευχαρίστηση άκουσε, Ηρόδ.)
2. (με αιτ. και μτχ.) χαίρομαι («ἥσθην πατέρα τὸν ἀμὸν εὐλογοῦν τά σε» — με χαρά σε άκουσα να επαινείς τον πατέρα σου, Σοφ.)
3. (η μτχ. ως επίθ.) ηδόμενος, -ένη, -ον
γεμάτος χαρά, ευχαριστημένος («ἡδομένᾳ ψυχᾷ», Ευρ.)
4. (μτχ. ενεστ. στη φρ.) «ἡδομένῳ μοί ἐστί τι» — με ευχαριστεί κάτι
5. (ουδ. πληθ. μτχ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) τὰ ἥδοντα
οι χαρές, οι τέρψεις
6. φρ. α. «ἥδομαί τινι» — ευφραίνομαι με κάτι ή για κάτι
β. (μόνο μια φορά με γεν.) «ἥσθη πώματος» — γεύθηκε το ποτό, απόλαυσε το ποτό, ήπιε με ευχαρίστηση, Σοφ.
γ. (επίσης με εμπρόθ. προσδ.) «ἥδομαι ἐπί τινι», ή «ἥδομαι ὑπέρ τινος» — ευχαριστούμαι, αισθάνομαι ευχαρίστηση με κάτι
δ. (και με αιτιολ. πρότ.) «ὡς ἥδομαι ὅτι» — πόσο ευχαριστούμαι που, Αριστοφ.
7. (ειρωνικώς) διασκεδάζω με κάτι («ἥσθην ἀπειλαῑς» — διασκέδασα με τις απειλές σου, Αριστοφ.)
8. (το ενεργ. σπάν.) ἥδω
ευχαριστώ, ευφραίνω κάποιον ή κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ο θεματ. ενεστ. ήδομαι ανάγεται σε ΙΕ ρίζα swād- «γλυκός» και αντιστοιχεί επακριβώς σε αρχ. ινδ. svādate «γίνομαι γευστικός, νόστιμος», με παράλληλο και συνηθέστερο τ. svadate, -ti «είμαι εύγευστος, αρέσω» και «κάνω κάτι εύγεστο, γλυκαίνω». Το ένσιγμο θ. του ήδος, που ανήκει στην ίδια οικογένεια, και τα σύνθετα του σε -ηδής συνδέονται με αρχ. ινδ. pra-svādas- «ευχάριστο», ενώ το παράγωγο ηδονή με αρχ. ινδ. svād-ana- «αυτό που κάνει κάτι εύγευστο» (βλ. και ανδάνω).
ΠΑΡ. ηδονή.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) ανήδομαι, αντεφήδομαι, ενήδομαι, εφήδομαι, προήδομαι, προσήδομαι, συνήδομαι, υπερήδομαι].