λεπταίνω: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν ἃ τοῖς ἄλλοις ἐπιτιμῶμεν, αὐτοὶ μὴ δρῶμεν → avoid doing what you would blame others for doing

Source
m (Text replacement - "οῦν " to "οῦν")
m (Text replacement - "οῦνκ" to "οῦν κ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[λεπτύνω]] (AM [[λεπτύνω]]) [[λεπτός]]<br /><b>1.</b> [[καθιστώ]] [[κάτι]] [[λεπτό]], το [[εκλεπτύνω]] (α. «[[λεπταίνω]] το [[σύρμα]]» β. «καὶ λεπτυνῶ αὐτοὺς ὡς χνοῦνκατὰ [[πρόσωπον]] ἀνέμου, εἰς πηλὸν πλατειῶν λεανῶ αὐτούς», ΠΔ)<br /><b>2.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] ή κάποιον ισχνό, αδύνατο (α. «σέ λέπτυνε η [[δίαιτα]]» β. «αἱ ταλαιπωρίαι λεπτύνουσι [τὰ πρόβατα]», <b>Αριστοτ.</b><br />γ. «λελεπτυσμένος κατὰ τὴν οὐράν», Φιλούμ.)<br /><b>3.</b> (σχετικά με το [[πνεύμα]]) [[οξύνω]] (α. «η [[μόρφωση]] λέπτυνε το [[μυαλό]] του» β. «καὶ πως ἤδη λεπτυνάμενος εἰς νοῦνκαὶ ἰσχνολογεῖν ἐπιπνευσθείς», <b>Ευστ.</b>)<br /><b>4.</b> [[κάνω]] τη [[φωνή]] μου [[οξεία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(αμτβ.)</b> [[γίνομαι]] [[λεπτός]], [[αδυνατίζω]] («προσπαθεί να λεπτύνει με τη [[γυμναστική]]»)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[κάνω]] κάποιον [[λεπτό]] στους τρόπους, [[εξευγενίζω]] («η καλή [[συντροφιά]] τον έκανε να λεπτύνει τους τρόπους του»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[βαθιά]] [[τομή]] σε [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[ερμηνεύω]], [[αναλύω]]<br /><b>3.</b> [[διαλύω]], [[συντρίβω]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[ξεφλουδίζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για πράγματα ή στρατ. μονάδες) [[αραιώνω]]<br /><b>2.</b> (σχετικά με την [[τροφή]]) [[χωνεύω]]<br /><b>3.</b> [[αλωνίζω]]<br /><b>4.</b> [[λιχνίζω]].
|mltxt=και [[λεπτύνω]] (AM [[λεπτύνω]]) [[λεπτός]]<br /><b>1.</b> [[καθιστώ]] [[κάτι]] [[λεπτό]], το [[εκλεπτύνω]] (α. «[[λεπταίνω]] το [[σύρμα]]» β. «καὶ λεπτυνῶ αὐτοὺς ὡς χνοῦν κατὰ [[πρόσωπον]] ἀνέμου, εἰς πηλὸν πλατειῶν λεανῶ αὐτούς», ΠΔ)<br /><b>2.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] ή κάποιον ισχνό, αδύνατο (α. «σέ λέπτυνε η [[δίαιτα]]» β. «αἱ ταλαιπωρίαι λεπτύνουσι [τὰ πρόβατα]», <b>Αριστοτ.</b><br />γ. «λελεπτυσμένος κατὰ τὴν οὐράν», Φιλούμ.)<br /><b>3.</b> (σχετικά με το [[πνεύμα]]) [[οξύνω]] (α. «η [[μόρφωση]] λέπτυνε το [[μυαλό]] του» β. «καὶ πως ἤδη λεπτυνάμενος εἰς νοῦν καὶ ἰσχνολογεῖν ἐπιπνευσθείς», <b>Ευστ.</b>)<br /><b>4.</b> [[κάνω]] τη [[φωνή]] μου [[οξεία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(αμτβ.)</b> [[γίνομαι]] [[λεπτός]], [[αδυνατίζω]] («προσπαθεί να λεπτύνει με τη [[γυμναστική]]»)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[κάνω]] κάποιον [[λεπτό]] στους τρόπους, [[εξευγενίζω]] («η καλή [[συντροφιά]] τον έκανε να λεπτύνει τους τρόπους του»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[βαθιά]] [[τομή]] σε [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[ερμηνεύω]], [[αναλύω]]<br /><b>3.</b> [[διαλύω]], [[συντρίβω]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[ξεφλουδίζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για πράγματα ή στρατ. μονάδες) [[αραιώνω]]<br /><b>2.</b> (σχετικά με την [[τροφή]]) [[χωνεύω]]<br /><b>3.</b> [[αλωνίζω]]<br /><b>4.</b> [[λιχνίζω]].
}}
}}

Latest revision as of 15:20, 27 March 2021

Greek Monolingual

και λεπτύνω (AM λεπτύνω) λεπτός
1. καθιστώ κάτι λεπτό, το εκλεπτύνω (α. «λεπταίνω το σύρμα» β. «καὶ λεπτυνῶ αὐτοὺς ὡς χνοῦν κατὰ πρόσωπον ἀνέμου, εἰς πηλὸν πλατειῶν λεανῶ αὐτούς», ΠΔ)
2. κάνω κάτι ή κάποιον ισχνό, αδύνατο (α. «σέ λέπτυνε η δίαιτα» β. «αἱ ταλαιπωρίαι λεπτύνουσι [τὰ πρόβατα]», Αριστοτ.
γ. «λελεπτυσμένος κατὰ τὴν οὐράν», Φιλούμ.)
3. (σχετικά με το πνεύμα) οξύνω (α. «η μόρφωση λέπτυνε το μυαλό του» β. «καὶ πως ἤδη λεπτυνάμενος εἰς νοῦν καὶ ἰσχνολογεῖν ἐπιπνευσθείς», Ευστ.)
4. κάνω τη φωνή μου οξεία
νεοελλ.
(αμτβ.) γίνομαι λεπτός, αδυνατίζω («προσπαθεί να λεπτύνει με τη γυμναστική»)
νεοελλ.-μσν.
κάνω κάποιον λεπτό στους τρόπους, εξευγενίζω («η καλή συντροφιά τον έκανε να λεπτύνει τους τρόπους του»)
μσν.
1. κάνω βαθιά τομή σε κάτι
2. ερμηνεύω, αναλύω
3. διαλύω, συντρίβω
μσν.-αρχ.
ξεφλουδίζω
αρχ.
1. (για πράγματα ή στρατ. μονάδες) αραιώνω
2. (σχετικά με την τροφή) χωνεύω
3. αλωνίζω
4. λιχνίζω.