μεταγγίζω: Difference between revisions
οὗτος ὁ υἱός μου νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησεν, ἦν ἀπολωλὼς καὶ εὑρέθη → This son of mine was dead and has come back to life. He was lost and he's been found.
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "ὑμῑν" to "ὑμῖν") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(ΑM [[μεταγγίζω]])<br />[[μεταφέρω]] [[υγρό]] από ένα [[αγγείο]] σε [[άλλο]] («τούτῳ τῷ μηνὶ τοὺς οἴνους μεταγγίσομεν», Γεωπ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[διοχετεύω]] [[υγρό]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(μέσ.-παθ.) <i>μεταγγίζομαι</i><br />(για την [[ψυχή]] [[κατά]] την πυθαγόρεια [[μετεμψύχωση]]) μεταφέρομαι σε [[άλλο]] [[σώμα]] («ἐρῶ δὲ | |mltxt=(ΑM [[μεταγγίζω]])<br />[[μεταφέρω]] [[υγρό]] από ένα [[αγγείο]] σε [[άλλο]] («τούτῳ τῷ μηνὶ τοὺς οἴνους μεταγγίσομεν», Γεωπ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[διοχετεύω]] [[υγρό]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(μέσ.-παθ.) <i>μεταγγίζομαι</i><br />(για την [[ψυχή]] [[κατά]] την πυθαγόρεια [[μετεμψύχωση]]) μεταφέρομαι σε [[άλλο]] [[σώμα]] («ἐρῶ δὲ ὑμῖν καὶ τοῦτο πῶς μεταγγίζεται ἡ [[ψυχή]] εἰς [[πέντε]] σώματα», Επιφάν.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μετ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[αγγίζω]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἄγγος]] «[[αγγείο]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>κατ</i>-[[αγγίζω]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 06:42, 28 March 2021
English (LSJ)
fut. -ίσω Gp.3.5.2:—A pour from one vessel into another, decant, Dsc.1.52, Gal.11.215:—Pass., μεταγγισθεῖσα ἡ ψυχή, of the Pythag. metempsychosis, Eust.1090.32.
German (Pape)
[Seite 145] aus einem Gefäß in ein anderes gießen, umgießen, Diosc; auch übertr., Clem. Al.
Greek (Liddell-Scott)
μεταγγίζω: ὡς καὶ νῦν, ἀντλῶ τι ἐξ ἑνὸς ἀγγείου καὶ χύνω αὐτὸ εἰς ἕτερον, Διοσκ. 1. 62. - Παθ., μεταφορ., μεταγγισθεῖσα ἡ ψυχή, ἐπὶ τῆς Πυθαγορείου μετεμψυχώσεως, Εὐστ. 1090. 32.
Greek Monolingual
(ΑM μεταγγίζω)
μεταφέρω υγρό από ένα αγγείο σε άλλο («τούτῳ τῷ μηνὶ τοὺς οἴνους μεταγγίσομεν», Γεωπ.)
νεοελλ.
διοχετεύω υγρό
μσν.-αρχ.
(μέσ.-παθ.) μεταγγίζομαι
(για την ψυχή κατά την πυθαγόρεια μετεμψύχωση) μεταφέρομαι σε άλλο σώμα («ἐρῶ δὲ ὑμῖν καὶ τοῦτο πῶς μεταγγίζεται ἡ ψυχή εἰς πέντε σώματα», Επιφάν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + -αγγίζω (< ἄγγος «αγγείο»), πρβλ. κατ-αγγίζω].