εξαλλάσσω: Difference between revisions

From LSJ

κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education

Source
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
m (Text replacement - "οῡτο" to "οῦτο")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐξαλλάσσω]] AM, Α και αττ. τ. ἐξαλλάττω [[αλλάσσω]]<br />[[αλλάζω]] [[κάτι]] εντελώς («ἀλλ' ὡς ἡδὺ παρεμφερὲς ἐξηλλαγμένον χρόαις», Διγ. Ακρ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> εξελίσσομαι, διαφοροποιούμαι («[[γένος]] ὅλον ἐξαλλάττειν εἰς ἕτερον», Θεόφρ.)<br /><b>2.</b> [[εγκαταλείπω]], [[φεύγω]] («ἐξαλλάξας Εὐρώπαν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> [[απομακρύνω]] από κάποιον («προθυμούμενος ἐξαλλάσσειν αἰεὶ τῶν ἐναντίων τὴν ἑαυτοῦ γύμνωσιν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>4.</b> μεταβάλλομαι, [[αποκλίνω]] (για τους ευνούχους) («[[ἑνός]] μορίου πηρωθέντος τοσοῡτον ἐξαλλάττουσι τῆς ἀρχαίας μορφῆς» — [[αφού]] αχρηστευθεί ένα μόνο από τα όργανά τους, τόσο αποκλίνουν από την προηγούμενη [[μορφή]] τους, <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>5.</b> [[είμαι]] [[παράδοξος]], [[σπάνιος]] («ἐξαλλάσσουσαν ἔχει [[χάριν]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>6.</b> [[δίνω]] [[άλλη]] [[κατεύθυνση]] σε [[κάτι]]<br /><b>7.</b> [[διασκεδάζω]], [[χαροποιώ]] («ἄνθρωπον ἐξαλλάξομεν», Μέν.)<br /><b>8.</b> [[κολακεύω]] («τοῑς ὀψαρίοις ἐξήλλαξας ἡμᾱς»).
|mltxt=[[ἐξαλλάσσω]] AM, Α και αττ. τ. ἐξαλλάττω [[αλλάσσω]]<br />[[αλλάζω]] [[κάτι]] εντελώς («ἀλλ' ὡς ἡδὺ παρεμφερὲς ἐξηλλαγμένον χρόαις», Διγ. Ακρ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> εξελίσσομαι, διαφοροποιούμαι («[[γένος]] ὅλον ἐξαλλάττειν εἰς ἕτερον», Θεόφρ.)<br /><b>2.</b> [[εγκαταλείπω]], [[φεύγω]] («ἐξαλλάξας Εὐρώπαν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> [[απομακρύνω]] από κάποιον («προθυμούμενος ἐξαλλάσσειν αἰεὶ τῶν ἐναντίων τὴν ἑαυτοῦ γύμνωσιν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>4.</b> μεταβάλλομαι, [[αποκλίνω]] (για τους ευνούχους) («[[ἑνός]] μορίου πηρωθέντος τοσοῦτον ἐξαλλάττουσι τῆς ἀρχαίας μορφῆς» — [[αφού]] αχρηστευθεί ένα μόνο από τα όργανά τους, τόσο αποκλίνουν από την προηγούμενη [[μορφή]] τους, <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>5.</b> [[είμαι]] [[παράδοξος]], [[σπάνιος]] («ἐξαλλάσσουσαν ἔχει [[χάριν]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>6.</b> [[δίνω]] [[άλλη]] [[κατεύθυνση]] σε [[κάτι]]<br /><b>7.</b> [[διασκεδάζω]], [[χαροποιώ]] («ἄνθρωπον ἐξαλλάξομεν», Μέν.)<br /><b>8.</b> [[κολακεύω]] («τοῑς ὀψαρίοις ἐξήλλαξας ἡμᾱς»).
}}
}}

Revision as of 12:15, 28 March 2021

Greek Monolingual

ἐξαλλάσσω AM, Α και αττ. τ. ἐξαλλάττω αλλάσσω
αλλάζω κάτι εντελώς («ἀλλ' ὡς ἡδὺ παρεμφερὲς ἐξηλλαγμένον χρόαις», Διγ. Ακρ.)
αρχ.
1. εξελίσσομαι, διαφοροποιούμαι («γένος ὅλον ἐξαλλάττειν εἰς ἕτερον», Θεόφρ.)
2. εγκαταλείπω, φεύγω («ἐξαλλάξας Εὐρώπαν», Ευρ.)
3. απομακρύνω από κάποιον («προθυμούμενος ἐξαλλάσσειν αἰεὶ τῶν ἐναντίων τὴν ἑαυτοῦ γύμνωσιν», Θουκ.)
4. μεταβάλλομαι, αποκλίνω (για τους ευνούχους) («ἑνός μορίου πηρωθέντος τοσοῦτον ἐξαλλάττουσι τῆς ἀρχαίας μορφῆς» — αφού αχρηστευθεί ένα μόνο από τα όργανά τους, τόσο αποκλίνουν από την προηγούμενη μορφή τους, Αριστοτ.)
5. είμαι παράδοξος, σπάνιος («ἐξαλλάσσουσαν ἔχει χάριν», Ευρ.)
6. δίνω άλλη κατεύθυνση σε κάτι
7. διασκεδάζω, χαροποιώ («ἄνθρωπον ἐξαλλάξομεν», Μέν.)
8. κολακεύω («τοῑς ὀψαρίοις ἐξήλλαξας ἡμᾱς»).