ἐπαρτής: Difference between revisions

From LSJ

Ὑπὲρ σεαυτοῦ μὴ φράσῃς ἐγκώμιον → Noli ipse laudis facere tibi praeconium → Dich selbst bedenke nicht mit einem Lobgedicht

Menander, Monostichoi, 516
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+), (\w+)<\/b>" to "$1, $2")
m (Text replacement - "αῑρο" to "αῖρο")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπαρτής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> [[έτοιμος]], προετοιμασμένος («ἐπαρτέες εἰσὶν ἑταῑροι», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> εξαρτημένος, κρεμασμένος από [[κάπου]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[αρτώ]] «[[κρεμώ]], [[εξαρτώ]]»].<br />ο<br /><b>ναυτ.</b> όργανο για [[ανύψωση]] βαρών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> θ. <i>αρ</i>- ([[αίρω]] <span style="color: red;"><</span> <i>αργω</i>) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>της</i>].
|mltxt=[[ἐπαρτής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> [[έτοιμος]], προετοιμασμένος («ἐπαρτέες εἰσὶν ἑταῖροι», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> εξαρτημένος, κρεμασμένος από [[κάπου]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[αρτώ]] «[[κρεμώ]], [[εξαρτώ]]»].<br />ο<br /><b>ναυτ.</b> όργανο για [[ανύψωση]] βαρών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> θ. <i>αρ</i>- ([[αίρω]] <span style="color: red;"><</span> <i>αργω</i>) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>της</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 13:05, 28 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπαρτής Medium diacritics: ἐπαρτής Low diacritics: επαρτής Capitals: ΕΠΑΡΤΗΣ
Transliteration A: epartḗs Transliteration B: epartēs Transliteration C: epartis Beta Code: e)parth/s

English (LSJ)

ές, (cf. sq.) A ready-equipped, ἐπαρτέες εἰσὶν ἑταῖροι Od.8.151, cf. 14.332; νῆες, ἐδωδή, A.R.1.235, 3.299. II (ἐπαρτάω) depending, ἐπαρτέες ἐκ νεφελάων . . πηγυλίδες Orph.Fr.270.1 (s. v. l.).

German (Pape)

[Seite 905] ές, bereit, gerüstet, fertig; ἑταῖροι Od. 8, 151; νῆες Ap. Rh. 1, 234; δαίς 2, 1177 u. a. sp. D.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπαρτής: -ές, (ἀρτέομαι) ἕτοιμος, παρεσκευασμένος, ἐπαρτέες εἰσὶν ἑταῖροι, «ἕτοιμοι, ἐπηρτησμένοι» (Σχόλ.), Ὀδ. Θ. 151, πρβλ. Ξ. 332, Τ. 289· νῆες, ἐδωδὴ Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 234, Γ. 299.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
préparé, prêt.
Étymologie: ἐπί, ἀρτάω.

English (Autenrieth)

ές (root ἀρ): equipped, ready. (Od.)

Greek Monolingual

ἐπαρτής, -ές (Α)
1. έτοιμος, προετοιμασμένος («ἐπαρτέες εἰσὶν ἑταῖροι», Ομ. Οδ.)
2. εξαρτημένος, κρεμασμένος από κάπου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αρτώ «κρεμώ, εξαρτώ»].
ο
ναυτ. όργανο για ανύψωση βαρών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + θ. αρ- (αίρω < αργω) + επίθημα -της].

Greek Monotonic

ἐπαρτής: -ές (ἀρτάω), έτοιμος για εργασία, εφοδιασμένος, εξοπλισμένος, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπαρτής: готовый, снаряженный (ἑταίροι Hom.).

Middle Liddell

ἐπ-αρτής, ές ἀρτάω
ready for work, equipt, Od.