δεννάζω: Difference between revisions

From LSJ

ἐν πιθήκοις ὄντα δεῖ εἶναι πίθηκον → in Rome we do as the Romans do | when in Rome, do as the Romans do | when in Rome, do as the Romans | when in Rome, do like the Romans do | when in Rome | being among monkeys one has to be a monkey

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''δεννάζω''': μέλλ. –άσω, [[ὑβρίζω]], λοιδορῶ, κακολογῶ, τινὰ Θέογν. 1211, Εὐρ. Ρήσ. 925 ἐπὶ ψόγοισι δ. Σοφ. Ἀντ. 759· [[μετὰ]] συστοίχ. αἰτιατ., κακὰ ῥήματα δεννάζειν, [[λέγω]] λόγους κακοὺς ὀνειδίζων, ὁ αὐτ. Αἴ. 243.
|lstext='''δεννάζω''': μέλλ. –άσω, [[ὑβρίζω]], λοιδορῶ, κακολογῶ, τινὰ Θέογν. 1211, Εὐρ. Ρήσ. 925 ἐπὶ ψόγοισι δ. Σοφ. Ἀντ. 759· μετὰ συστοίχ. αἰτιατ., κακὰ ῥήματα δεννάζειν, [[λέγω]] λόγους κακοὺς ὀνειδίζων, ὁ αὐτ. Αἴ. 243.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 11:35, 20 April 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δεννάζω Medium diacritics: δεννάζω Low diacritics: δεννάζω Capitals: ΔΕΝΝΑΖΩ
Transliteration A: dennázō Transliteration B: dennazō Transliteration C: dennazo Beta Code: denna/zw

English (LSJ)

(δέννος) A abuse, revile, τινά Thgn.1211; τέχνην E.Rh. 925; ἐπὶ ψόγοισι δεννάσεις ἐμέ S.Ant.759: c. acc. cogn., κακὰ ῥήματα δ. to utter words of foul reproach, Id.Aj.243 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 546] beschimpfen, verhöhnen, τινά Theogn. 1211; Soph. Ant. 755, Schol. ὑβρίζω; Eur. Rhes. 925; κακὰ ῥήματα, Schimpfreden ausstoßen, Soph. Ai. 239.

Greek (Liddell-Scott)

δεννάζω: μέλλ. –άσω, ὑβρίζω, λοιδορῶ, κακολογῶ, τινὰ Θέογν. 1211, Εὐρ. Ρήσ. 925 ἐπὶ ψόγοισι δ. Σοφ. Ἀντ. 759· μετὰ συστοίχ. αἰτιατ., κακὰ ῥήματα δεννάζειν, λέγω λόγους κακοὺς ὀνειδίζων, ὁ αὐτ. Αἴ. 243.

French (Bailly abrégé)

f. δεννάσω, ao. ἐδέννασα, pf. inus.
injurier, outrager : τινα qqn ; ἐπὶ ψόγοισι δ. SOPH, κακὰ ῥήματα δ. SOPH adresser des reproches outrageants.
Étymologie: δέννος.

Spanish (DGE)

ultrajar c. ac. de pers. μὴ ... φίλους δένναζε τοκῆας Thgn.1211, ἐπὶ ψόγοισι δεννάσεις ἐμέ S.Ant.759, ἡμᾶς ... ἐδέννασ' E.Rh.951, τὴν Καστνίαν δὲ καὶ Μελιναίαν θεόν Lyc.404
c. ac. de abstr. ὃς ... ἐδέννασεν τέχνην (μουσικήν) E.Rh.925
c. ac. int. κακὰ δεννάζων ῥήμαθ' dirigiendo reproches ultrajantes S.Ai.243.

Greek Monolingual

δεννάζω (Α) δέννος
1. βρίζω, κακολογώ
2. φρ. «κακά ρήματα δεννάζειν» — ξεστομίζω φοβερές βρισιές.

Greek Monotonic

δεννάζω: μέλ. -άσω, βρίζω, λοιδορώ, κακολογώ, τινά, σε Θέογν., Σοφ.· με σύστ. αντ., κακὰ ῥήματα δεννάζειν, ξεστομίζω λόγια με υβριστικό περιεχόμενο, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

δεννάζω: (тж. δ. κακὰ ῥήματα Soph.) бранить, злословить, поносить, оскорблять (τινά Eur.; ἐπὶ ψόγοισί τινα Soph.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δεννάζω [δέννος] aor. ἐδέννασα; fut. δεννάσω, beledigen, uitschelden; met acc. v. h. inw. obj.: κακὰ δεννάζων ῥήμαθ ’ terwijl hij vreselijke vloeken uitte Soph. Ai. 243.

Middle Liddell

[from δέννος
to abuse, revile, τινά Theogn., Soph.; c. acc. cogn., κακὰ ῥήματα δεννάζειν to utter words of foul reproach, Soph.