προδιαλέγω: Difference between revisions
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προδιαλέγω''': συζητῶ πρότερον, Νικομ. Ἀριθμ. σ. 70. ΙΙ. Μέσ., | |lstext='''προδιαλέγω''': συζητῶ πρότερον, Νικομ. Ἀριθμ. σ. 70. ΙΙ. Μέσ., μετὰ παθ. ἀορ. διαλέγομαι, ὁμιλῶ ἢ συζητῶ ἐκ τῶν προτέρων, [[περί]] τινος Ἰσοκρ. 233Ε· τινί, μετά τινος, Διον. Ἁλ. 3. 71, Διόδ. 20. 7· ἀπολ., μικρὰ [[πάνυ]] προδιαλεχθεὶς Ἰσοκρ. 274Ε. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[συζητώ]] [[προηγουμένως]]<br /><b>2.</b> (μέσ. με παθ. αορ.) [[προδιαλέγομαι]]<br />[[διαλέγομαι]], [[συζητώ]] [[κάτι]] εκ τών προτέρων ή προκαταρκτικά («[[βούλομαι]] οὖν προδιαλεχθῆναι [[περί]] τ' ἐμαυτοῦ καὶ περὶ τῶν οὕτω πρὸς με διακειμένων», Ισοκρ.)<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> (κατ' ευφ.) συνουσιάζομαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[διαλέγομαι]] «[[συνομιλώ]], [[συναναστρέφομαι]]»]. | |mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[συζητώ]] [[προηγουμένως]]<br /><b>2.</b> (μέσ. με παθ. αορ.) [[προδιαλέγομαι]]<br />[[διαλέγομαι]], [[συζητώ]] [[κάτι]] εκ τών προτέρων ή προκαταρκτικά («[[βούλομαι]] οὖν προδιαλεχθῆναι [[περί]] τ' ἐμαυτοῦ καὶ περὶ τῶν οὕτω πρὸς με διακειμένων», Ισοκρ.)<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> (κατ' ευφ.) συνουσιάζομαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[διαλέγομαι]] «[[συνομιλώ]], [[συναναστρέφομαι]]»]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:09, 20 April 2021
English (LSJ)
A discuss before, Nicom.Ar.1.3 (Pass.); ἐν τοῖς προδιειλεγμένοις A.D. Pron.37.4. II Med., with aor. Pass., speak, converse beforehand, περί τινος Isoc.12.6; τισι with…, PSI4.360.15(iii B.C.), D.H.3.71; ταῖς πόλεσι Plu.Pyrrh.22: abs., μικρὰ πάνυ προδιαλεχθείς Isoc.12.199, cf. D.S.20.7. 2 euphem. in mal. part., D.C.Fr.87.4.
Greek (Liddell-Scott)
προδιαλέγω: συζητῶ πρότερον, Νικομ. Ἀριθμ. σ. 70. ΙΙ. Μέσ., μετὰ παθ. ἀορ. διαλέγομαι, ὁμιλῶ ἢ συζητῶ ἐκ τῶν προτέρων, περί τινος Ἰσοκρ. 233Ε· τινί, μετά τινος, Διον. Ἁλ. 3. 71, Διόδ. 20. 7· ἀπολ., μικρὰ πάνυ προδιαλεχθεὶς Ἰσοκρ. 274Ε.
Greek Monolingual
Α
1. συζητώ προηγουμένως
2. (μέσ. με παθ. αορ.) προδιαλέγομαι
διαλέγομαι, συζητώ κάτι εκ τών προτέρων ή προκαταρκτικά («βούλομαι οὖν προδιαλεχθῆναι περί τ' ἐμαυτοῦ καὶ περὶ τῶν οὕτω πρὸς με διακειμένων», Ισοκρ.)
3. μέσ. (κατ' ευφ.) συνουσιάζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + διαλέγομαι «συνομιλώ, συναναστρέφομαι»].