πληκτίζομαι: Difference between revisions

From LSJ

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei

Menander, Monostichoi, 252
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πληκτίζομαι''': ἀποθ., διαπληπτίζομαι, μάχομαί τινι, ἀργαλέον δὲ πληκτίζεσθ’ ἀλόχοισι Διὸς Ἰλ. Φ. 499. ΙΙ. πλήττω τὸ στῆθός μου ἐκ θλίψεως, Λατ. plangere, Ἀνθ. Π. 7. 574. ΙΙΙ. [[παίζω]] ἐρωτικῶς [[μετὰ]] τινος, ἀλλ’ ἐν τῷ σῷ [[βούλομαι]] κόλπῳ πληκτίζεσθαι [[μετὰ]] τῆς σῆς πυγῆς Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 964· πλ. πρὸς ἀλλήλους Στράβ. 512· πρὸς γυναῖκα Δίων Κ. 46. 18· ἀπολ., ὁ αὐτὸς 51. 12· ― πρβλ. [[διαπληκτίζομαι]]. ΙV. τὸ ἐνεργ. δὲν εὑρίσκεται· [[διότι]] παρὰ Πλουτ. 2. 735D· τὸ πληκτίζον ἐκεῖνο καὶ μανικὸν διορθωτέον εἰς τὸ πληκτικόν, ὡς ἐν 367C, 693Β, Ἀθήν. 27Α.
|lstext='''πληκτίζομαι''': ἀποθ., διαπληπτίζομαι, μάχομαί τινι, ἀργαλέον δὲ πληκτίζεσθ’ ἀλόχοισι Διὸς Ἰλ. Φ. 499. ΙΙ. πλήττω τὸ στῆθός μου ἐκ θλίψεως, Λατ. plangere, Ἀνθ. Π. 7. 574. ΙΙΙ. [[παίζω]] ἐρωτικῶς μετὰ τινος, ἀλλ’ ἐν τῷ σῷ [[βούλομαι]] κόλπῳ πληκτίζεσθαι μετὰ τῆς σῆς πυγῆς Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 964· πλ. πρὸς ἀλλήλους Στράβ. 512· πρὸς γυναῖκα Δίων Κ. 46. 18· ἀπολ., ὁ αὐτὸς 51. 12· ― πρβλ. [[διαπληκτίζομαι]]. ΙV. τὸ ἐνεργ. δὲν εὑρίσκεται· [[διότι]] παρὰ Πλουτ. 2. 735D· τὸ πληκτίζον ἐκεῖνο καὶ μανικὸν διορθωτέον εἰς τὸ πληκτικόν, ὡς ἐν 367C, 693Β, Ἀθήν. 27Α.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[διαπληκτίζομαι]], [[φιλονικώ]] («αργάλεον δὲ πληκτίζεσθ' ἀλόχοισι [[Διός]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> χτυπάω με τα χέρια μου το [[στήθος]] θρηνολογώντας, [[στηθοδέρνομαι]] («κόμην τίλλουσα γόῳ πληκτίζετο [[μήτηρ]]», (<b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[κάνω]] ζωηρά ερωτικά παιχνίδια, σεξουαλικές αψιμαχίες (α. «πληκτίζεσθαι [[μετὰ]] τῆς σῆς πυγῆς», <b>Αριστοφ.</b><br />β. «πινόντων ἅμα καὶ πληκτιζομένων πρὸς ἀλλήλους ἅμα τε καὶ πρὸς τὰς συμπινούσας γυναῑκας», <b>Στράβ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ., [[κατά]] την πιθανότερη [[άποψη]], έχει σχηματιστεί από το [[πλήσσω]] [[κατά]] τα ρ. σε -[[τίζω]] (<b>πρβλ.</b> [[λακτίζω]]). Δεν αποκλείεται, όμως, και η [[πιθανότητα]] να αποτελεί παρ. του [[πλήκτης]].
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[διαπληκτίζομαι]], [[φιλονικώ]] («αργάλεον δὲ πληκτίζεσθ' ἀλόχοισι [[Διός]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> χτυπάω με τα χέρια μου το [[στήθος]] θρηνολογώντας, [[στηθοδέρνομαι]] («κόμην τίλλουσα γόῳ πληκτίζετο [[μήτηρ]]», (<b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[κάνω]] ζωηρά ερωτικά παιχνίδια, σεξουαλικές αψιμαχίες (α. «πληκτίζεσθαι μετὰ τῆς σῆς πυγῆς», <b>Αριστοφ.</b><br />β. «πινόντων ἅμα καὶ πληκτιζομένων πρὸς ἀλλήλους ἅμα τε καὶ πρὸς τὰς συμπινούσας γυναῑκας», <b>Στράβ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ., [[κατά]] την πιθανότερη [[άποψη]], έχει σχηματιστεί από το [[πλήσσω]] [[κατά]] τα ρ. σε -[[τίζω]] (<b>πρβλ.</b> [[λακτίζω]]). Δεν αποκλείεται, όμως, και η [[πιθανότητα]] να αποτελεί παρ. του [[πλήκτης]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 12:15, 20 April 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πληκτίζομαι Medium diacritics: πληκτίζομαι Low diacritics: πληκτίζομαι Capitals: ΠΛΗΚΤΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: plēktízomai Transliteration B: plēktizomai Transliteration C: pliktizomai Beta Code: plhkti/zomai

English (LSJ)

A bandy blows with one, ἀργαλέον δὲ πληκτίζεσθ' ἀλόχοισι Διός Il.21.499. II beat one's breast for grief, AP7.574 (Agath.). III toy amorously, μετὰ τῆς σῆς πυγῆς Ar.Ec.964; πρός τινα, πρὸς ἀλλήλους, Herod.5.29, Str.11.8.5, cf. D.C.46.18: abs., Id.51.12. IV Act. is only f.l. in Plu.2.735d.

German (Pape)

[Seite 633] fechten, streiten, zanken; mit Einem, τινί, Il. 21, 499; πρὸς ἀλλήλους, Strab. 11, 8, 5, wie Plut. Symp. 8, 10, 3, auch act., τὸ πληκτίζον, betäubend; – sich zum Zeichen der Trauer wiederholt an die Brust schlagen, plangere, Agath. 83 (VII, 574), – durch buhlerische Blicke reizen, anlocken, Ar. Eccl. 964, wo esiedoch wohl in derberem Sinne, u fassen. Vgl. π ληκτισμός.

Greek (Liddell-Scott)

πληκτίζομαι: ἀποθ., διαπληπτίζομαι, μάχομαί τινι, ἀργαλέον δὲ πληκτίζεσθ’ ἀλόχοισι Διὸς Ἰλ. Φ. 499. ΙΙ. πλήττω τὸ στῆθός μου ἐκ θλίψεως, Λατ. plangere, Ἀνθ. Π. 7. 574. ΙΙΙ. παίζω ἐρωτικῶς μετὰ τινος, ἀλλ’ ἐν τῷ σῷ βούλομαι κόλπῳ πληκτίζεσθαι μετὰ τῆς σῆς πυγῆς Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 964· πλ. πρὸς ἀλλήλους Στράβ. 512· πρὸς γυναῖκα Δίων Κ. 46. 18· ἀπολ., ὁ αὐτὸς 51. 12· ― πρβλ. διαπληκτίζομαι. ΙV. τὸ ἐνεργ. δὲν εὑρίσκεται· διότι παρὰ Πλουτ. 2. 735D· τὸ πληκτίζον ἐκεῖνο καὶ μανικὸν διορθωτέον εἰς τὸ πληκτικόν, ὡς ἐν 367C, 693Β, Ἀθήν. 27Α.

English (Autenrieth)

(πλήσσω): contend with, inf., Il. 21.499†.

Greek Monolingual

Α
1. διαπληκτίζομαι, φιλονικώ («αργάλεον δὲ πληκτίζεσθ' ἀλόχοισι Διός», Ομ. Ιλ.)
2. χτυπάω με τα χέρια μου το στήθος θρηνολογώντας, στηθοδέρνομαι («κόμην τίλλουσα γόῳ πληκτίζετο μήτηρ», (Ανθ. Παλ.)
3. μτφ. κάνω ζωηρά ερωτικά παιχνίδια, σεξουαλικές αψιμαχίες (α. «πληκτίζεσθαι μετὰ τῆς σῆς πυγῆς», Αριστοφ.
β. «πινόντων ἅμα καὶ πληκτιζομένων πρὸς ἀλλήλους ἅμα τε καὶ πρὸς τὰς συμπινούσας γυναῑκας», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ., κατά την πιθανότερη άποψη, έχει σχηματιστεί από το πλήσσω κατά τα ρ. σε -τίζω (πρβλ. λακτίζω). Δεν αποκλείεται, όμως, και η πιθανότητα να αποτελεί παρ. του πλήκτης.

Greek Monotonic

πληκτίζομαι: αποθ., μόνο στον ενεστ.·
I. διαπληκτίζομαι, συμπλέκομαι με κάποιον, με δοτ., σε Ομήρ. Ιλ.
II. χτυπώ το στήθος μου από θλίψη, Λατ. plangere, σε Ανθ.
III. ερωτοτροπώ με κάποιον, σε Στράβ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πληκτίζομαι [πλήττω] slaags raken met; Il. 21.499; seks. stoeien. Aristoph. Eccl. 965.

Russian (Dvoretsky)

πληκτίζομαι:
1) драться, бороться (τινι Hom.);
2) бить себя в грудь (γόῳ πλεκτίζετο μήτηρ Anth.);
3) похлопывать, шлепать (μετά τινος Arph.).

Middle Liddell

πληκτίζομαι, only in pres.]
Dep.
I. to bandy blows with one, c. dat., Il.
II. to beat one's breast for grief, Lat. plangere, Anth.
III. to indulge in dalliance, Strab.