τυφογέρων: Difference between revisions
τούτου δὲ συμβαίνοντος ἀναγκαῖον γίγνεσθαι πάροδον καὶ τροπὰς τῶν ἐνδεδεμένων ἄστρων → but if this were so, there would have to be passings and turnings of the fixed stars
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τυφογέρων''': -οντος, ([[τύφω]]) [[ἀνόητος]] καὶ μωρὸς [[γέρων]], τοῦ ὁποίου ὁ [[νοῦς]] [[εἶναι]] ἐσκοτισμένος καὶ συγκεχυμένος ἐκ τῆς ἡλικίας, «ξεκουτιασμένος» (πρβλ. [[τυφεδανός]]), [[τυφογέρων]] εἶ κἀνάρμοστος Ἀριστοφ. Νεφ. 908, Λυσιστρ. 335· - [[ἴσως]] | |lstext='''τυφογέρων''': -οντος, ([[τύφω]]) [[ἀνόητος]] καὶ μωρὸς [[γέρων]], τοῦ ὁποίου ὁ [[νοῦς]] [[εἶναι]] ἐσκοτισμένος καὶ συγκεχυμένος ἐκ τῆς ἡλικίας, «ξεκουτιασμένος» (πρβλ. [[τυφεδανός]]), [[τυφογέρων]] εἶ κἀνάρμοστος Ἀριστοφ. Νεφ. 908, Λυσιστρ. 335· - [[ἴσως]] μετὰ παιδιᾶς ἐπὶ τῆς λέξ. [[τυμβογέρων]]. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 12:27, 20 April 2021
English (LSJ)
οντος, ὁ, (τῦφος) A silly old man, dotard, Ar.Nu.908 (anap.); τ. ἄνδρες Id.Lys.335 (lyr.):—perh. with a play on τυμβογέρων.
German (Pape)
[Seite 1166] οντος, ὁ, ein kindischer, geistesschwacher Alter, dessen Verstand durch hohes Alter verdunkelt, gleichsam in Rauch u. Dunst gehüllt ist; Ar. Nubb. 898, Schol. μάταιος, κενόδοξος; Lys. 335, Schol. τετυφωμένος (vgl. τυφεδανός). Andere erklären ein Greis, der dem Scheiterhaufen, d. i. dem Grabe nahe ist.
Greek (Liddell-Scott)
τυφογέρων: -οντος, (τύφω) ἀνόητος καὶ μωρὸς γέρων, τοῦ ὁποίου ὁ νοῦς εἶναι ἐσκοτισμένος καὶ συγκεχυμένος ἐκ τῆς ἡλικίας, «ξεκουτιασμένος» (πρβλ. τυφεδανός), τυφογέρων εἶ κἀνάρμοστος Ἀριστοφ. Νεφ. 908, Λυσιστρ. 335· - ἴσως μετὰ παιδιᾶς ἐπὶ τῆς λέξ. τυμβογέρων.
French (Bailly abrégé)
οντος (ὁ) :
vieil imbécile litt. vieillard dont l’esprit est émoussé.
Étymologie: τῦφος, γέρων.
Greek Monolingual
-οντος, ὁ, Α
ξεμωραμένος, ξεκουτιάρης γέρος («τυφογέρων εἶ κἀνάρμοστος», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τῦφος + γέρων.
Greek Monotonic
τῡφογέρων: -οντος, ὁ (τύφω), ανόητος και μωρός γέρος, του οποίου το μυαλό είναι σκοτισμένο και συγκεχυμένο από την ηλικία, ξεκουτιασμένος, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
τῡφογέρων: οντος ὁ слабоумный старик Arph.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τυφογέρων -οντος, ὁ [τῦφος, γέρων] oude sufferd.
Middle Liddell
τῡφο-γέρων, οντος, τύφω
an old man dim and dull with age, a dullard, dotard, Ar.