ἐνασκέω: Difference between revisions

From LSJ

κόραξ δ' ἐπαίνῳ καρδίην ἐχαυνώθη → the flattered crow was filled with pride, the flattered crow became elate in heart

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐνασκέω''': ἐξασκῶ ἢ [[γυμνάζω]] ἔν τινι πράγματι, αὐτὸν Πλουτ. Ἀλεξ. 17. ― Παθ., [[μετὰ]] μέσ. μέλλ. (Λουκ. Βίων Πρᾶσις 3)· ἀσκοῦμαι, γυμνάζομαι ἔν τινι, Λουκ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ἀνθ. Π. 11. 354: ― Ἐνεργ., ἀμετάβ. ὡς τὸ παθ., Πολύβ. 1. 63, 9. ΙΙ. Παθ., [[ὡσαύτως]], οὗτοι (οἱ λίθοι)... κατὰ στίχον... ἐνήσκηνται τῷ ὕφει, [[εἶναι]] ἐνειργασμένοι ἐν τῷ ὑφάσματι, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 3. 7, 5.
|lstext='''ἐνασκέω''': ἐξασκῶ ἢ [[γυμνάζω]] ἔν τινι πράγματι, αὐτὸν Πλουτ. Ἀλεξ. 17. ― Παθ., μετὰ μέσ. μέλλ. (Λουκ. Βίων Πρᾶσις 3)· ἀσκοῦμαι, γυμνάζομαι ἔν τινι, Λουκ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ἀνθ. Π. 11. 354: ― Ἐνεργ., ἀμετάβ. ὡς τὸ παθ., Πολύβ. 1. 63, 9. ΙΙ. Παθ., [[ὡσαύτως]], οὗτοι (οἱ λίθοι)... κατὰ στίχον... ἐνήσκηνται τῷ ὕφει, [[εἶναι]] ἐνειργασμένοι ἐν τῷ ὑφάσματι, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 3. 7, 5.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 12:50, 20 April 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνασκέω Medium diacritics: ἐνασκέω Low diacritics: ενασκέω Capitals: ΕΝΑΣΚΕΩ
Transliteration A: enaskéō Transliteration B: enaskeō Transliteration C: enaskeo Beta Code: e)naske/w

English (LSJ)

A train or practise in a thing, αὑτόν Plu.Alex.17:—Pass. with fut. Med. (Luc.Vit.Auct.3), to be trained, c. dat., Ph.1.448, al., Luc. l. c.: c. acc., ἀτρεκίην AP11.354.10 (Agath.):—Act. intr., like Pass., Plb.1.63.9. II Pass., τῷ ὕφει ἐνης κῆσθαι to be wrought in it, J.AJ3.7.5.

German (Pape)

[Seite 830] darin, daran üben; αὑτόν Plut. Alex. 17; im pass., πᾶσαν ἐνησκήθη πάντοθεν ἀτρεκίην Agath. 70 (XI, 354); intrans., wie im med., sich daran üben, ἐν τοῖς πράγμασι Pol. 1, 63, 9, a. Sp. – Bei Ios. ἐνήσκηνται τῷ ὕφει οἱ λίθοι, sie sind eingewebt.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνασκέω: ἐξασκῶ ἢ γυμνάζω ἔν τινι πράγματι, αὐτὸν Πλουτ. Ἀλεξ. 17. ― Παθ., μετὰ μέσ. μέλλ. (Λουκ. Βίων Πρᾶσις 3)· ἀσκοῦμαι, γυμνάζομαι ἔν τινι, Λουκ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ἀνθ. Π. 11. 354: ― Ἐνεργ., ἀμετάβ. ὡς τὸ παθ., Πολύβ. 1. 63, 9. ΙΙ. Παθ., ὡσαύτως, οὗτοι (οἱ λίθοι)... κατὰ στίχον... ἐνήσκηνται τῷ ὕφει, εἶναι ἐνειργασμένοι ἐν τῷ ὑφάσματι, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 3. 7, 5.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 tr. exercer, acc.;
2 intr. s’exercer.
Étymologie: ἐν, ἀσκέω.

Spanish (DGE)

1 ejercitar, adiestrar, instruir c. ac. de pers. y dat. τοῖς ἐπὶ θαλάσσῃ πράγμασι ... ἐνασκήσας ... αὑτόν Plu.Alex.17, τοῖς ἱεροῖς τῶν μαθημάτων ... αὐτὸν ἐνασκήσασα Gr.Nyss.V.Macr.383.19, c. ac. de partes del cuerpo y c. dat. τοῖς τύποις τοῖς γραφεῖσιν ἐνασκοῦσι τὴν χεῖρα ejercitan su mano en los signos escritos Gr.Nyss.Paup.1.93.11, en v. pas., c. dat. ἐνασκηθεὶς ἐκείνοις (τοῖς ἀγαθοῖς) Gr.Nyss.Hom.in Eccl.309.23, c. ac. de rel. πᾶσαν ἐνησκήθη ... ἀτρεκίην AP 11.354 (Agath.).
2 c. ac. de cosa trabajar, afanarse en τὴν ... πρώτην καταρχὴν τῆς εὐφημίας ἀπὸ τούτου ἐνασκεῖν Corp.Herm.18.15, en v. pas. οὗτοι (λίθοι) ... ἐνήσκηνται τῷ ὕφει estas piedras preciosas están trabajadas en el tejido I.AI 3.167.
3 intr. instruirse, ejercitarse ἐν τοιούτοις ... πράγμασιν ἐνασκήσαντες Plb.1.63.9, en v. med.-pas. ἐνασκηθέντες τοῖς φρονήσεως ... δόγμασιν Ph.2.487, cf. 241, γεωμετρίῃ Luc.Vit.Auct.3.

Greek Monotonic

ἐνασκέω: μέλ. -ήσω, ασκώ, εξασκώ, εκπαιδεύω ή γυμνάζω σε κάτι, σε Πλούτ. — Παθ. με Μέσ. μέλ., εξασκούμαι, γυμνάζομαι σε, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἐνασκέω:
1) упражнять: ἐ. αὑτόν Plut. упражняться; pass. упражняться, изучать (πᾶσαν ἀτρεκίην Anth.);
2) упражняться (ἐν τοιούτοις καὶ τηλικούτοις πράγμασιν Polyb.; med. γεωμετρίῃ Luc.).

Middle Liddell

fut. ήσω
to train or practise in athing, Plut.: Pass. with fut. mid., to be so practised, Luc.