ἀντονομάζω: Difference between revisions
Πᾶσιν γὰρ εὖ φρονοῦσι συμμαχεῖ τύχη → Sapientibus Fortuna se fert opiferam → Mit allen, die klug denken, steht das Glück im Bund
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀντονομάζω''': δίδω νέον [[ὄνομα]] ἀντὶ τοῦ ὑπάρχοντος, | |lstext='''ἀντονομάζω''': δίδω νέον [[ὄνομα]] ἀντὶ τοῦ ὑπάρχοντος, μετὰ διπλῆς αἰτιατ., τὴν πόλιν Μεσσήνην ἀπὸ τῆς [[ἑαυτοῦ]] τὸ [[ἀρχαῖον]] πατρίδος ἀντωνόμασεν Θουκ. 6. 5· τὸν μῆνα τὸν Σεξστίλλιον ἐπικαλούμενον Αὔγουστον ἀντωνόμασε Δ. Κάσσ. 55. 6. ΙΙ. μεταχειρίζομαι ἐν τῷ λόγῳ ἀντονομασίας (ἴδε τὴν λέξιν), Ἀριστοφ. Θεσμ. 55. 2) μεταχειρίζομαι τὴν ἀντωνυμίαν, ἀλλ’ [[ὁπηνίκα]] συνθέτως ἀντονομάσαι βούλεται, κτλ., Εὐστ. 103. 23· ἀντ. τινὰ Ἀπολλών. π. Συντάξ. 192. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 12:55, 20 April 2021
English (LSJ)
A name instead, call by a new name, c. dupl.acc., Th. 6.4. 2 ὁ -άζων ὅρος plea of avoidance and confession, Arg.Lycurg., cf. Hermog.Stat.4. 3 nominate instead, Pass., POxy.1405.17 (iii A.D.). II use ἀντονομασίαι or rhetorical figures, Ar.Th.55. 2 use the pronoun, Eust.103.23; ἀ. τινά A.D.Synt.192.21:—Pass., ib. 98.11. III Arith., in Pass., to be of a contrary denomination, Nicom.Ar.1.23.
German (Pape)
[Seite 264] dagegen, anders benennen, Thuc. 6, 5. Bei Ar. Thesm. 55 von Euripides' künstlichem Reden in Antonomasien; und so bei Rhet. Bei Gramm.: das Pronomen setzen.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντονομάζω: δίδω νέον ὄνομα ἀντὶ τοῦ ὑπάρχοντος, μετὰ διπλῆς αἰτιατ., τὴν πόλιν Μεσσήνην ἀπὸ τῆς ἑαυτοῦ τὸ ἀρχαῖον πατρίδος ἀντωνόμασεν Θουκ. 6. 5· τὸν μῆνα τὸν Σεξστίλλιον ἐπικαλούμενον Αὔγουστον ἀντωνόμασε Δ. Κάσσ. 55. 6. ΙΙ. μεταχειρίζομαι ἐν τῷ λόγῳ ἀντονομασίας (ἴδε τὴν λέξιν), Ἀριστοφ. Θεσμ. 55. 2) μεταχειρίζομαι τὴν ἀντωνυμίαν, ἀλλ’ ὁπηνίκα συνθέτως ἀντονομάσαι βούλεται, κτλ., Εὐστ. 103. 23· ἀντ. τινὰ Ἀπολλών. π. Συντάξ. 192.
French (Bailly abrégé)
f. ἀντονομάσω, ao. ἀντωνόμασα;
appeler d’un nom différent.
Étymologie: ἀντί, ὀνομάζω.
Spanish (DGE)
I 1cambiar de nombre τὰ ἔπη Ar.Th.55, τὴν πόλιν ... Μεσσήνην ... ἀντωνόμασεν cambió de nombre a la ciudad por el de Mesena Th.6.4.
2 jur. ὁ ἀντονομάζων ὅρος alegato que incluye descargo y confesión Lycurg.argumen., Hermog.Stat.p.37.
3 nombrar en lugar de otro para el cargo público de recaudador de impuestos ἀντωνομάσθαι με ὑπὸ Αὐρηλίου POxy.1405.17 (III d.C.).
II gram.
1 usar antítesis Ar.Th.55.
2 sustituir por el pronombre ἀντονομάσει ἑαυτόν se denominará a sí mismo mediante el pronombre A.D.Synt.192.21
•abs. Eust.103.23
•en v. pas. τὰ ... ὀνόματα ... ἀντονομάζεται los nombres ... son sustituidos por el pronombre A.D.Synt.98.23.
III mat. de números denominar de forma contraria en v. pas. Nicom.Ar.1.22.7, 23.1.
Greek Monolingual
ἀντονομάζω (AM)
μεταχειρίζομαι αντωνυμία
αρχ.
1. δίνω νέο όνομα σε κάτι, μετονομάζω
2. χρησιμοποιώ στον λόγο αντονομασίες ή ρητορικά σχήματα.
Greek Monotonic
ἀντονομάζω: μέλ. -σω, ονομάζω αντί άλλου, αποκαλώ με καινούριο όνομα, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἀντονομάζω:
1) переименовывать: τὴν πόλιν Μεσσήνην ἀπὸ τῆς πατρίδος ἀντωνόμασεν Thuc. по имени (своей) родины он переименовал город в Мессену;
2) рит. пользоваться антономасиями (γνωμοτυπεῖν καὶ ἀ. Arph.);
3) грам. употреблять местоимения.