ἱστοβοεύς: Difference between revisions

From LSJ

ἄλογον δὴ τὸ μήτε μάχης ἄρξασθαι μήτε τοὺς φίλους φυλάξαι, ἐὰν ὑπό γε τῶν βαρβάρων ἀδικῆσθε → It is irrational neither to begin battle nor to guard the friends, if you are ever wronged by the foreigners

Source
m (Text replacement - "prov." to "prov.")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἱστοβοεύς''': έως, Ἰων. ῆος, ὁ, τὸ πρὸς τὸν ζυγὸν [[μέρος]] τοῦ ῥυμοῦ, πρὸς δὲ τὸ ἀντίθετον [[μέρος]] ὁ ἱστοβοεὺς συνάπτεται [[μετὰ]] τοῦ γύου, ὁ ἱστοβοεὺς δὲ καὶ ὁ [[γύης]] ἀποτελοῦσιν [[ὁμοῦ]] τὸν ῥυμόν, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 433, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1318· ἴδε Π. Γενναδίου «τὸ νέον Κυπριακὸν ἄροτρον» σ. 4 καὶ 11 ἐν Λευκωσίᾳ 1899· - παροιμ., ἱστοβοῆι γέροντι νέαν ποτίβαλλε κορώνην, εἰς παλαιὸν ἱστοβοέα ἔβαλε νέαν κορώνην, κοινῶς «κορωνίδι» (κορῶναι δὲ λέγονται τὰ ξυλάρια τὰ ἐμπεπηγμένα εἰς τὴν ἔξω ἄκραν τοῦ ἱστοβοέως, ἐπὶ τῶν ὁποίων δένεται ὁ [[ζυγός]])· ἡ δὲ [[παροιμία]] ἐπὶ γέροντος νυμφευομένου νέαν γυναῖκα, Χρησμ. παρ’ Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 225D· - αἰτ. ἱστοβόην, πιθαν. ἐσφ. γραφ. ἀντὶ ἱστοβοῆ, Ἀνθ. Π. 6. 104.
|lstext='''ἱστοβοεύς''': έως, Ἰων. ῆος, ὁ, τὸ πρὸς τὸν ζυγὸν [[μέρος]] τοῦ ῥυμοῦ, πρὸς δὲ τὸ ἀντίθετον [[μέρος]] ὁ ἱστοβοεὺς συνάπτεται μετὰ τοῦ γύου, ὁ ἱστοβοεὺς δὲ καὶ ὁ [[γύης]] ἀποτελοῦσιν [[ὁμοῦ]] τὸν ῥυμόν, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 433, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1318· ἴδε Π. Γενναδίου «τὸ νέον Κυπριακὸν ἄροτρον» σ. 4 καὶ 11 ἐν Λευκωσίᾳ 1899· - παροιμ., ἱστοβοῆι γέροντι νέαν ποτίβαλλε κορώνην, εἰς παλαιὸν ἱστοβοέα ἔβαλε νέαν κορώνην, κοινῶς «κορωνίδι» (κορῶναι δὲ λέγονται τὰ ξυλάρια τὰ ἐμπεπηγμένα εἰς τὴν ἔξω ἄκραν τοῦ ἱστοβοέως, ἐπὶ τῶν ὁποίων δένεται ὁ [[ζυγός]])· ἡ δὲ [[παροιμία]] ἐπὶ γέροντος νυμφευομένου νέαν γυναῖκα, Χρησμ. παρ’ Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 225D· - αἰτ. ἱστοβόην, πιθαν. ἐσφ. γραφ. ἀντὶ ἱστοβοῆ, Ἀνθ. Π. 6. 104.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 13:15, 20 April 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱστοβοεύς Medium diacritics: ἱστοβοεύς Low diacritics: ιστοβοεύς Capitals: ΙΣΤΟΒΟΕΥΣ
Transliteration A: histoboeús Transliteration B: histoboeus Transliteration C: istovoeys Beta Code: i(stoboeu/s

English (LSJ)

έως, Ion. ῆος, ὁ, A plough-tree or plough-pole, Hes.Op.435, cf. A.R.3.1318: prov., ἱστοβοῆι γέροντι νέην ποτίβαλλε κορώνην = put a new tip on the old plough, of an old man marrying a young wife, Orac. ap. Paus.9.37.4.—Acc. ἱστοβόην, prob. f.l. for ἱστοβοῆ, AP6.104 (Phil.).

German (Pape)

[Seite 1270] ὁ, Pflugbaum, Pflugdeichsel; Hes. O. 437; Ap. Rh. 3, 1318; ἱστοβοῆϊ γέροντι νέαν ποτίβαλλε κορώνην, an den alten Pflugbaum füge einen neuen Knopf, den Alten laß ein junges Mädchen heirathen, Orak. bei Euseb., s. Valck. diatr. p. 275.

Greek (Liddell-Scott)

ἱστοβοεύς: έως, Ἰων. ῆος, ὁ, τὸ πρὸς τὸν ζυγὸν μέρος τοῦ ῥυμοῦ, πρὸς δὲ τὸ ἀντίθετον μέρος ὁ ἱστοβοεὺς συνάπτεται μετὰ τοῦ γύου, ὁ ἱστοβοεὺς δὲ καὶ ὁ γύης ἀποτελοῦσιν ὁμοῦ τὸν ῥυμόν, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 433, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1318· ἴδε Π. Γενναδίου «τὸ νέον Κυπριακὸν ἄροτρον» σ. 4 καὶ 11 ἐν Λευκωσίᾳ 1899· - παροιμ., ἱστοβοῆι γέροντι νέαν ποτίβαλλε κορώνην, εἰς παλαιὸν ἱστοβοέα ἔβαλε νέαν κορώνην, κοινῶς «κορωνίδι» (κορῶναι δὲ λέγονται τὰ ξυλάρια τὰ ἐμπεπηγμένα εἰς τὴν ἔξω ἄκραν τοῦ ἱστοβοέως, ἐπὶ τῶν ὁποίων δένεται ὁ ζυγός)· ἡ δὲ παροιμία ἐπὶ γέροντος νυμφευομένου νέαν γυναῖκα, Χρησμ. παρ’ Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 225D· - αἰτ. ἱστοβόην, πιθαν. ἐσφ. γραφ. ἀντὶ ἱστοβοῆ, Ἀνθ. Π. 6. 104.

French (Bailly abrégé)

οέως, ion. οῆος (ὁ) :
timon de la charrue.
Étymologie: ἱστός, βοῦς.

Greek Monolingual

ο (Α ἱστοβοεύς)
ο ρυμός του αρότρου, το μακρύ ξύλο που συνδέει τον ζυγό με το υνί, κν. ρούδα, σταβάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστὸς βόειος με την κατάλ. -εύς].

Greek Monotonic

ἱστοβοεύς: -έως, Ιων. γεν. -ῆος, ὁ (βοῦς), μέρος του ρυμού, δηλαδή του προς τα εμπρός εκτεινόμενου ξύλου της άμαξας από το μέσο του άξονα μέχρι τον ζυγό, που είναι εξάρτημα της άμαξας ή του αρότρου στο οποίο ζεύονται τα υποζύγια, σε Ησίοδ.

Russian (Dvoretsky)

ἱστοβοεύς: έως, ион. ῆος ὁ рассоха или плужное дышло Hes.

Middle Liddell

βοῦς
the plough-tree or pole, Hes.