ὀρεινόμος: Difference between revisions
πρὶν τοὺς ἰχθῦς ἑλεῖν σὺ τὴν ἅλμην κυκᾷς → you're mixing the sauce before catching the fish | don't count your chickens before they are hatched | don't count your chickens before they hatch | first catch your hare | first catch your rabbit | first catch your rabbit and then make your stew | first catch your hare, then cook it | first catch your hare, then cook him
m (Text replacement - "</span> ;" to "</span>;") |
m (Text replacement - " ;" to ";") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=oreinomos | |Transliteration C=oreinomos | ||
|Beta Code=o)reino/mos | |Beta Code=o)reino/mos | ||
|Definition=ον, ([[νέμω]] B) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[feeding on the hills]], δέλφακες <span class="bibl">Anaxil. 12</span> (codd. Ath., but [[ὀρειονόμους]] is prob. cj.); αἴξ <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>9.18.3</span>; [[mountam-ranging]], Κενταύρων γέννα <span class="bibl">E.<span class="title">HF</span>364</span> (lyr.) ; <b class="b3">ὀ. πλάνη</b> a roaming <b class="b2">o'er the hills</b>, AP6.107 (Phil.).</span> | |Definition=ον, ([[νέμω]] B) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[feeding on the hills]], δέλφακες <span class="bibl">Anaxil. 12</span> (codd. Ath., but [[ὀρειονόμους]] is prob. cj.); αἴξ <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>9.18.3</span>; [[mountam-ranging]], Κενταύρων γέννα <span class="bibl">E.<span class="title">HF</span>364</span> (lyr.); <b class="b3">ὀ. πλάνη</b> a roaming <b class="b2">o'er the hills</b>, AP6.107 (Phil.).</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 09:15, 23 May 2021
English (LSJ)
ον, (νέμω B) A feeding on the hills, δέλφακες Anaxil. 12 (codd. Ath., but ὀρειονόμους is prob. cj.); αἴξ Thphr.HP9.18.3; mountam-ranging, Κενταύρων γέννα E.HF364 (lyr.); ὀ. πλάνη a roaming o'er the hills, AP6.107 (Phil.).
German (Pape)
[Seite 371] auf den Bergen weidend, wohnend; Κενταύρων γέννα, Eur. Herc. Fur. 364; Anaxil. bei Ath. IX, 374 e; πλάνη, Philp. 8 (VI, 107), das Durchirren der Berge.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρεινόμος: -ον, (νέμω Β) ὁ ἐπὶ τῶν ὀρέων βοσκόμενος, δέλφαξ Ἀναξίλας ἐν «Κίρκῃ» 1 (Meineke ὀρειονόμους)· ὁ ἀνὰ τὰ ὄρη πλανώμενος, Κενταύρων γέννα Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 364· πλάνη ὀρ., τὸ πλανᾶσθαι ἀνὰ τὰ ὄρη, Ἀνθ. Π. 6. 107.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui habite les montagnes;
2 qui paît sur les montagnes.
Étymologie: ὄρος, νέμω.
Greek Monolingual
ὀρεινόμος και ὀρειονόμος, και ὀρεσσινόμος, -ον (Α, Μ ὀρεσινόμος, -ον)
1. αυτός που βόσκει στα όρη («ὀρεινόμος αἴξ», Θεόφρ.)
2. αυτός που συνέβη στα όρη ή αυτός που περιπλανιέται στα όρη ή που αναφέρεται στην περιπλάνηση ανά τα όρη (α. «τάν τ' ὀρεινόμον ἀγρίων Κενταύρων γένναν», Ευρ.
β. «τὴν ὀρεινόμον πλάνην» — την περιπλάνηση ανά τα όρη, Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρει- / ὀρειο- / ὀρεσσι- (βλ.λ. όρος [II]) + -νόμος].
Greek Monotonic
ὀρεινόμος: -ον (νέμω Β), αυτός που περιφέρεται στα βουνά για να βοσκήσει, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ὀρεινόμος: бродящий по горам (Κενταύρων γέννα Eur.): ἡ πλάνη ὀ. Anth. скитание по горам.