διδυμάων: Difference between revisions
Ὁ θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />") |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=(δῐδῠμάων) -ον | |dgtxt=(δῐδῠμάων) -ον<br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ᾱ-]<br /><b class="num">• Morfología:</b> [gen. -ονος]<br /><b class="num">1</b> de pers. en du. o plu. [[gemelos]] ἐκ δὲ Διοκλῆος διδυμάονε παῖδε γενέσθην <i>Il</i>.5.548, cf. 6.26, del sueño y la muerte <i>Il</i>.16.672, 682, cf. Hes.<i>Sc</i>.49, <i>Fr</i>.17a.14.<br /><b class="num">2</b> de cosas, en plu. [[dos]] μαζοί Nonn.<i>D</i>.3.390, [[δούρατα]] Nonn.<i>D</i>.23.33<br /><b class="num">•</b>en sg. [[doble]] κεραίη Nonn.<i>D</i>.15.30, [[βουλή]] Nonn.<i>D</i>.4.179, μορφή Nonn.<i>D</i>.21.219, δειρή de una serpiente bicéfala, Nonn.<i>D</i>.5.152, θεσμός Nonn.<i>Par.Eu.Io</i>.10.14, 18. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 09:45, 20 July 2021
English (LSJ)
[ᾱ], ονος, ὁ, ἡ, poet. for δίδυμος, used by Hom. only in dual nom. and pl. dat., A twins, Il.5.548: later of things, μαζοί Nonn. D.3.390; simply, two, δούρατα ib.23.33: sg., double, κεραίη ib.15.30; βουλή ib.4.179.
German (Pape)
[Seite 616] ονος, Zwillingsbruder; Homer viermal : Iliad. 6, 26 ἡ δ' ὑποκυσαμένη διδυμάονε γείνατο παῖδε, die νύμφη νηὶς Ἀβαρβαρέη vom Bukolion; 5, 548 ἐκ δὲ Διοκλῆος διδυμάονε παῖδε γενέσθην; 16, 672. 682 ὕπνῳ καὶ θανάτῳ διδυμάοσιν. Vgl. δίδυμος.
Greek (Liddell-Scott)
δῐδῠμάων: [ᾱ], -ονος, ὁ, ἡ, ποιητ. ἀντὶ δίδυμος, ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον ἐν τῆ δυϊκ. ὀνομ. καὶ αἰτιατ. καὶ τῇ πληθ. δοτ., δίδυμοι ἀδελφοί, δίδυμοι, Ἰλ. Ε. 548, Ζ. 26, Π. 682. 2) = δύο, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰωάνν. σ. 60 Scheindl.).
French (Bailly abrégé)
ονος;
adj. m.
deux frères jumeaux.
Étymologie: δίδυμος.
English (Autenrieth)
ονος: only dual and pl., twin-brothers, twins; with παῖδε, Il. 16.672.
Spanish (DGE)
(δῐδῠμάων) -ον
• Prosodia: [-ᾱ-]
• Morfología: [gen. -ονος]
1 de pers. en du. o plu. gemelos ἐκ δὲ Διοκλῆος διδυμάονε παῖδε γενέσθην Il.5.548, cf. 6.26, del sueño y la muerte Il.16.672, 682, cf. Hes.Sc.49, Fr.17a.14.
2 de cosas, en plu. dos μαζοί Nonn.D.3.390, δούρατα Nonn.D.23.33
•en sg. doble κεραίη Nonn.D.15.30, βουλή Nonn.D.4.179, μορφή Nonn.D.21.219, δειρή de una serpiente bicéfala, Nonn.D.5.152, θεσμός Nonn.Par.Eu.Io.10.14, 18.
Greek Monolingual
διδυμάων (-ονος), ο, η (Α)
1. δίδυμος
2. στον πληθ. διδυμάονες- δύο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δίδυμος + (επίθημα) -αων (πρβλ. οπάων «σύντροφος»). Η δοτική πληθυντικού διδυμάοσι και η ονομαστική του δυϊκού διδυμάονε μαρτυρούνται ήδη από τον Όμηρο, ενώ ο Νόννος χρησιμοποιεί τη λ. ως επίθετο αντί του δίδυμος.
Greek Monotonic
δῐδῠμάων: [ᾱ], -ονος, ὁ, ἡ (δίδυμος), μονάχα στην ονομ. δυϊκ. και δοτ. πληθ., δίδυμα αδέρφια, δίδυμοι, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
δῐδῠμάων: ονος (ᾱ) ὁ (только dual. и pl.) близнец (из двойни) Hom.
Middle Liddell
δῐδῠμά¯ων, ονος, n δίδυμος only in dual nom. and pl. dat.]
twin-brothers, twins, Il.