ἀλητεύω: Difference between revisions
Ἀκμὴ τὸ σύνολον οὐδὲν ἄνθους διαφέρει → Nil flore differt vegetus aetatis vigor → Des Lebens Blüte ist ganz wie der Blume Pracht
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />") |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=<b class="num">• Alolema(s):</b> dór. ἀλᾱτ- E.<i>El</i>.131 | |dgtxt=<b class="num">• Alolema(s):</b> dór. ἀλᾱτ- E.<i>El</i>.131<br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-]<br />[[andar errante]] gener. de mendigos o exiliados ἀλητεύων' Ἰθάκης ἐς δῆμον ἵκηται <i>Od</i>.14.126, 12.320, cf. 16.101, E.<i>Heracl</i>.515, <i>Hipp</i>.1048, <i>AP</i> 9.12 (Leon.Alex.), Nonn.<i>D</i>.8.93, Phalar.<i>Ep</i>.95.1, κατὰ [[δῶμα]] <i>Od</i>.17.501<br /><b class="num">•</b>c. ac. χθόνα E.<i>Hipp</i>.1029, πόλιν E.<i>El</i>.131<br /><b class="num">•</b>fig. θνητὸν βίον ἀ. Ph.1.463. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 10:15, 20 July 2021
English (LSJ)
Dor. ἀλατ-, fut. A -σω E.Heracl.515:—wander, roam, mostly of beggars, Od. 17.501, al., AP9.12 (Leon.); of hunters, Od.12.330; ofexiles, E.l.c., Hipp.1048, Phalar.Ep.95; θνητὸν βίον ἀ. Ph.1.463.
German (Pape)
[Seite 95] herumschweifen, von Bettlern, Od. 14, 126. 16, 101; ἀλητεύειν κατὰ δῶμα (δόμον κατ'), betteln, Od. 17, 501. 22, 291, ἐν δημῳ 18, 114; von Jägern 12, 330; – Eur. Hipp. 1045 Heracl. 515 u. sp. D. ἀλητήρ, ῆρος, ὁ, ein Tanz bei den Sicyoniern, Ath. XIV, 631 d.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλητεύω: μέλλ. -σω, Εὐρ. Ἡρακλ. 515: - εἶμαι ἀλήτης, περιπλανῶμαι, περιφέρομαι, μάλιστα ἐπὶ ἐπαιτῶν, Ὀδ. Ρ. 501, καὶ ἀλλ., ἀλλὰ καὶ ἐπὶ κυνηγῶν, Μ. 330· ἐπὶ ἐξορίστων, Εὐρ. ἔνθ᾿ ἀνωτ., Ἱππ. 1048, κτλ.
French (Bailly abrégé)
seul. prés. et f.
errer.
Étymologie: ἀλήτης.
English (Autenrieth)
Spanish (DGE)
• Alolema(s): dór. ἀλᾱτ- E.El.131
• Prosodia: [ᾰ-]
andar errante gener. de mendigos o exiliados ἀλητεύων' Ἰθάκης ἐς δῆμον ἵκηται Od.14.126, 12.320, cf. 16.101, E.Heracl.515, Hipp.1048, AP 9.12 (Leon.Alex.), Nonn.D.8.93, Phalar.Ep.95.1, κατὰ δῶμα Od.17.501
•c. ac. χθόνα E.Hipp.1029, πόλιν E.El.131
•fig. θνητὸν βίον ἀ. Ph.1.463.
Greek Monolingual
(Α ἀλητεύω)
(με μειωτική σημασία) περιπλανιέμαι συνεχώς και άσκοπα στους δρόμους, ζω και συμπεριφέρομαι σαν αλήτης
αρχ.
περιπλανιέμαι, περιφέρομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλήτης.
ΠΑΡ. αλητεία].
Greek Monotonic
ἀλητεύω: μέλ. -σω, περιπλανιέμαι, περιφέρομαι, λέγεται για επαίτες, ζητιάνους, σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για εξόριστους, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἀλητεύω: (ᾰ) странствовать, скитаться, бродить Hom., Eur.
Middle Liddell
[from ἀλήτης
to wander, roam about, of beggars, Od.; of exiles, Eur.