ἀπρόοπτος: Difference between revisions

From LSJ

εἰς τετρημένον πίθον ἀντλεῖν → run water into a punctured pitcher, to the perforated jar bale water, labour in vain, labor in vain

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> contr. adv. ἀπρούπτως Critias <i>Fr.Trag</i>.4a.13<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>de cosas y abstr. [[imprevisto]] Ζεὺς ὑμᾶς εἰς ἀπρόοπτον πῆμ' εἰσέβαλεν A.<i>Pr</i>.1074, οὐ γὰρ ἐστιν οὐδὲν τῶν τηλικούτων ἀπρόοπτον D.C.67.16.1, cf. Hsch.<br /><b class="num">2</b> de pers. [[imprevisor]] (στρατηγός) Poll.1.179, ἀ. τοῦ μέλλοντος Poll.3.117.<br /><b class="num">II</b> adv. -ως<br /><b class="num">1</b> [[de improviso]], [[inesperadamente]] ἀ. τοῦ ἐμβρύου κατενεχθέντος Sor.144.15, ἀ. ὑποσπείρει παγίδας ἡμῖν Basil.M.31.541A, ἀ. προσενεχθεὶς Gr.Nyss.<i>Eun</i>.3.5.26, ἀ. ἐμβαλεῖν Socr.Sch.<i>HE</i> 7.18.10, ἐπειδὴ ἀ. πρᾶγμα οὐ θέλω ἀναγαγεῖν αὐτοῖς <i>PAmh</i>.154.7 (VI/VII d.C.).<br /><b class="num">2</b> [[inconscientemente]] e.e. [[sin prever las consecuencias]] ἀπροόπτως ἐπικυλισθεῖσα habiéndose echado encima (de un niño) inconscientemente</i> Sor.80.29, τῶν συγκυνηγετούντων ἀπροόπτως παραφερόμενος dejando atrás sin darse cuenta a sus compañeros cazadores</i> Ael.<i>NA</i> 1.8, cf. Critias l.c.
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> contr. adv. ἀπρούπτως Critias <i>Fr.Trag</i>.4a.13<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>de cosas y abstr. [[imprevisto]] Ζεὺς ὑμᾶς εἰς ἀπρόοπτον πῆμ' εἰσέβαλεν A.<i>Pr</i>.1074, οὐ γὰρ ἐστιν οὐδὲν τῶν τηλικούτων ἀπρόοπτον D.C.67.16.1, cf. Hsch.<br /><b class="num">2</b> de pers. [[imprevisor]] (στρατηγός) Poll.1.179, ἀ. τοῦ μέλλοντος Poll.3.117.<br /><b class="num">II</b> adv. -ως<br /><b class="num">1</b> [[de improviso]], [[inesperadamente]] ἀ. τοῦ ἐμβρύου κατενεχθέντος Sor.144.15, ἀ. ὑποσπείρει παγίδας ἡμῖν Basil.M.31.541A, ἀ. προσενεχθεὶς Gr.Nyss.<i>Eun</i>.3.5.26, ἀ. ἐμβαλεῖν Socr.Sch.<i>HE</i> 7.18.10, ἐπειδὴ ἀ. πρᾶγμα οὐ θέλω ἀναγαγεῖν αὐτοῖς <i>PAmh</i>.154.7 (VI/VII d.C.).<br /><b class="num">2</b> [[inconscientemente]] e.e. [[sin prever las consecuencias]] ἀπροόπτως ἐπικυλισθεῖσα habiéndose echado encima (de un niño) inconscientemente</i> Sor.80.29, τῶν συγκυνηγετούντων ἀπροόπτως παραφερόμενος dejando atrás sin darse cuenta a sus compañeros cazadores</i> Ael.<i>NA</i> 1.8, cf. Critias l.c.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 10:30, 20 July 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπρόοπτος Medium diacritics: ἀπρόοπτος Low diacritics: απρόοπτος Capitals: ΑΠΡΟΟΠΤΟΣ
Transliteration A: apróoptos Transliteration B: aprooptos Transliteration C: aprooptos Beta Code: a)pro/optos

English (LSJ)

ον, A unforeseen, A.Pr.1074 (lyr.); ἐξ-όπτου Aesop.330. Adv. -τως PAmh.2.154.7 (vi A. D.). II Act., not foreseeing, unwary, Poll.1.179; ἀ. τοῦ μέλλοντος Id.3.117. Adv. -τως Sor.1.71, Ael.NA1.8.

German (Pape)

[Seite 339] unvorhergesehen, Aesch. Prom. 1076; ἐξ ἀπροόπτου Aesop. 110; adv., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπρόοπτος: -ον, ὁ μὴ προβλεπόμενος, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ προΐδῃ. - Ἐπίρρ. -τως Χρύσιππ. παρὰ Πλουτ. 1038F. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ μὴ προβλέπων, ὁ μὴ περιμένων τι, Πολυδ. Α΄, 179· ἀπρόοπτος τοῦ μέλλοντος ὁ αὐτ. Γ΄, 117.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
imprévu.
Étymologie: ἀ, προόψομαι.

Spanish (DGE)

-ον
• Alolema(s): contr. adv. ἀπρούπτως Critias Fr.Trag.4a.13
I 1de cosas y abstr. imprevisto Ζεὺς ὑμᾶς εἰς ἀπρόοπτον πῆμ' εἰσέβαλεν A.Pr.1074, οὐ γὰρ ἐστιν οὐδὲν τῶν τηλικούτων ἀπρόοπτον D.C.67.16.1, cf. Hsch.
2 de pers. imprevisor (στρατηγός) Poll.1.179, ἀ. τοῦ μέλλοντος Poll.3.117.
II adv. -ως
1 de improviso, inesperadamente ἀ. τοῦ ἐμβρύου κατενεχθέντος Sor.144.15, ἀ. ὑποσπείρει παγίδας ἡμῖν Basil.M.31.541A, ἀ. προσενεχθεὶς Gr.Nyss.Eun.3.5.26, ἀ. ἐμβαλεῖν Socr.Sch.HE 7.18.10, ἐπειδὴ ἀ. πρᾶγμα οὐ θέλω ἀναγαγεῖν αὐτοῖς PAmh.154.7 (VI/VII d.C.).
2 inconscientemente e.e. sin prever las consecuencias ἀπροόπτως ἐπικυλισθεῖσα habiéndose echado encima (de un niño) inconscientemente Sor.80.29, τῶν συγκυνηγετούντων ἀπροόπτως παραφερόμενος dejando atrás sin darse cuenta a sus compañeros cazadores Ael.NA 1.8, cf. Critias l.c.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀπρόοπτος, -ον)
1. αυτός που δεν έχει προβλεφθεί ή δεν μπορεί να προβλεφθεί, απροσδόκητος
2. φρ. «ἐξ ἀπροόπτου» — ξαφνικά, απροσδόκητα
αρχ.-μσν.
επίρρ. ἀπροόπτως
ξαφνικά, απροσδόκητα
μσν.
(επίρρ., -ως) χωρίς πρόβλεψη, ασύνετα
αρχ.
ο μη προορατικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + πρόοπτος < προ - + οπτός (II) («ορατός, φανερός») < όπωπα, πρκμ. β' του ορώ].

Greek Monotonic

ἀπρόοπτος: -ον (προόψομαι, μέλ. του προοράω), απρόβλεπτος, αυτός τον οποίον δεν μπορεί κάποιος να προβλέψει, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπρόοπτος: непредвиденный (πῆμα Aesch.).

Middle Liddell

προόψομαι, fut. of προοράω
unforeseen, Aesch.