δαιτρός: Difference between revisions

From LSJ

Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge

Source
m (Text replacement - "   " to "")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δαιτρός]], ο (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που κόβει και μοιράζει το [[κρέας]] στο [[τραπέζι]]<br /><b>2.</b> το κληρονομικό [[αξίωμα]] του ιερέα που εκτελούσε χρέη δαιτρού στα [[Διπόλια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δαίομαι]] (<b>βλ.</b> [[δαίω]] II) <span style="color: red;">+</span> ([[επίθημα]]) -<i>τρος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[ιατρός]])].
|mltxt=[[δαιτρός]], ο (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που κόβει και μοιράζει το [[κρέας]] στο [[τραπέζι]]<br /><b>2.</b> το κληρονομικό [[αξίωμα]] του ιερέα που εκτελούσε χρέη δαιτρού στα [[Διπόλια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δαίομαι]] (<b>βλ.</b> [[δαίω]] II) <span style="color: red;">+</span> ([[επίθημα]]) -<i>τρος</i> ([[πρβλ]]. [[ιατρός]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 08:35, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δαιτρός Medium diacritics: δαιτρός Low diacritics: δαιτρός Capitals: ΔΑΙΤΡΟΣ
Transliteration A: daitrós Transliteration B: daitros Transliteration C: daitros Beta Code: daitro/s

English (LSJ)

ὁ, (δαίω) A one that carves and portions out, esp. meat at table, Od.1.141, 17.331, Lyc.35, Nic.Al.258, Ath.1.12d. II hereditary priest who officiated at the Dipolia, Porph.Abst.2.30.

German (Pape)

[Seite 516] ὁ, der Zertheiler, bes. des Fleisches, Vorschneider u. Vorleger (E. G. ὁ μάγειρος); Od. 1, 141. 4, 57. 17, 331; vgl. Plut. Symp. 2, 10, 2 Ath. I, 12 e.

Greek (Liddell-Scott)

δαιτρός: ὁ, (δαίω) ὁ κόπτων καὶ διαμοιράζων, ἰδίως κρέας κατὰ τὸ δεῖπνον, Ὀδ. Α. 141., Ρ. 331, πρβλ. Ἀθήν. 12D.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
litt. celui qui découpe les aliments et distribue les portions.
Étymologie: δαίνυμι.

English (Autenrieth)

carver. (See cut.)

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
trinchador, servidor de mesa δ. δὲ κρειῶν πίνακας παρέθηκεν Od.1.142, 4.57, 17.331, Philostr.Iun.Im.3.5, cf. Hsch.
a veces tb. cocinero δ. ἡπάτων φλοιδούμενος τινθῷ λέβητος Lyc.35, cf. Nic.Al.258, ὁ τὰ κρέα ὀπτῶν δ. ἐπεὶ ἴσην ἑκάστῳ μοῖραν ἐδίδου Ath.12e
esp. de unos sacerdotes de las Dipolias, Porph.Abst.2.30.

Greek Monolingual

δαιτρός, ο (Α)
1. αυτός που κόβει και μοιράζει το κρέας στο τραπέζι
2. το κληρονομικό αξίωμα του ιερέα που εκτελούσε χρέη δαιτρού στα Διπόλια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δαίομαι (βλ. δαίω II) + (επίθημα) -τρος (πρβλ. ιατρός)].

Greek Monotonic

δαιτρός: ὁ (δαίω Β), αυτός που κόβει το κρέας, τεμαχιστής, τραπεζοκόμος, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

δαιτρός: ὁ нарезающий порции (преимущ. мяса), распоряжающийся раздачей кушаний Hom., Plut.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δαιτρός -οῦ, ὁ [δαίομαι] voorsnijder.

Middle Liddell

δαίω
one that carves meat, a carver, Od.