βορός: Difference between revisions

From LSJ

ἀπομυξάμενος, ὦ Δῆμέ, μου πρὸς τὴν κεφαλὴν ἀποψῶ → blow your nose, Demos, and wipe your hand on my head

Source
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[βορός]], -ά, -όν (Α)<br />ο [[λαίμαργος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[βορός]] προήλθε πιθ. με [[απόσπαση]] από [[σύνθετα]] σε -<i>βορος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[δημοβόρος]], <b>βλ.</b> και λ. [[βορά]])].
|mltxt=[[βορός]], -ά, -όν (Α)<br />ο [[λαίμαργος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[βορός]] προήλθε πιθ. με [[απόσπαση]] από [[σύνθετα]] σε -<i>βορος</i> ([[πρβλ]]. [[δημοβόρος]], <b>βλ.</b> και λ. [[βορά]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 08:40, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βορός Medium diacritics: βορός Low diacritics: βορός Capitals: ΒΟΡΟΣ
Transliteration A: borós Transliteration B: boros Transliteration C: voros Beta Code: boro/s

English (LSJ)

(A), ά, όν, (βορά) A gluttonous, Ar.Pax 38, Arist.Phgn.810b18: Sup., Mnesith. ap. Orib.21.7.7, Luc.Tim.46. Adv. -ῶς Ath.5.186c. II inducing appetite, Asclepiad. ap. Eust.1538.30.
βορός (B), οῦ, ὁ (for ϝορός), A juice of pressed grapes (Lacon.), Hsch.

German (Pape)

[Seite 454] gefräßig, Ar. Pax 38; Luc. Tim. 46.

Greek (Liddell-Scott)

βορός: -ά, -όν, (βορὰ) καταβροχθίζων, ἀδηφάγος, Ἀριστοφ. Εἰρ. 38, Ἀριστ. Φυσιογν. 6, 10. ― Ἐπίρρ. -ῶς Ἀθήν. 186C.

French (Bailly abrégé)

1ά, όν :
vorace, glouton;
Sp. βορώτατος.
Étymologie: R. Βορ, dévorer ; v. βορά.

Spanish (DGE)

v. ὀρός.
-ά, -όν
• Alolema(s): βορρ- v.l. Hsch.
I 1voraz, glotón de anim., del gran escarabajo, Ar.Pax 38, βορωτάτη θηρίων de la ballena, Philostr.VA 2.14
de pers. βορὸς τῶν σιτίων Hp.Int.43, de un parásito, Posidipp.Epigr.16.1, Antip.Sid.3612P., Luc.Tim.46, característica de ciertas anatomías, Arist.Phgn.810b18, Mnesith.Ath.17.21
fig. βορὸν ὕλας ... ὕλαγμα el voraz ladrido de la materia Synes.Hymn.9.108.
2 estimulante del apetito del agua y del insomnio, Hp.Epid.6.4.18, Gal.17(2).190, 191, cf. Asclep. en Eust.1538.30.
II adv. -ῶς vorazmente Ath.186c.
-οῦ, ὁ corneja, Cyran.3.7.1.

Greek Monolingual

βορός, -ά, -όν (Α)
ο λαίμαργος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. βορός προήλθε πιθ. με απόσπαση από σύνθετα σε -βορος (πρβλ. δημοβόρος, βλ. και λ. βορά)].

Greek Monotonic

βορός: -ά, -όν (βι-βρώσκω), αυτός που καταβροχθίζει, αδηφάγος, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

βορός: βιβρώσκω прожорливый Arph., Arst., Luc.

Middle Liddell

βιβρώσκω
devouring, gluttonous, Ar.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βορός -ά -όν βιβρώσκω vraatzuchtig.