διοπτήρ: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ φεῦγ' ἑταῖρον ἐν κακοῖσι κείμενον → Ne fuge sodalem, cum calamitas ingruit → Lass einen Freund in Schwierigkeiten nicht im Stich

Menander, Monostichoi, 341
mNo edit summary
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (AM [[διοπτήρ]]<br />Μ και θηλ. [[διόπτειρα]], η)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> όργανο για [[διόπτευση]]<br /><b>2.</b> <b>(τοπογρ.)</b> σκοπευτική [[συσκευή]] γεωδαιτικών οργάνων για τη [[μέτρηση]] αποστάσεων και γωνιών<br /><b>μσν.</b><br /><b>θηλ.</b> η [[διόπτειρα]]<br />η [[οικονόμος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[κατάσκοπος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ανιχνευτής]], [[παρατηρητής]]<br /><b>2.</b> [[υπεύθυνος]] για τη [[μετάδοση]] συνθημάτων [[κατά]] τη [[μάχη]]<br /><b>3.</b> χειρουργικό [[εργαλείο]] που χρησιμοποιείται για τη [[διάνοιξη]] της μήτρας, [[διαστολέας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>δι</i> (<i>α</i>)· <span style="color: red;">+</span> <i>οπτήρ</i> <span style="color: red;"><</span> <b>(θ.)</b> <i>οπ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>όπωπα</i>)].
|mltxt=ο (AM [[διοπτήρ]]<br />Μ και θηλ. [[διόπτειρα]], η)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> όργανο για [[διόπτευση]]<br /><b>2.</b> <b>(τοπογρ.)</b> σκοπευτική [[συσκευή]] γεωδαιτικών οργάνων για τη [[μέτρηση]] αποστάσεων και γωνιών<br /><b>μσν.</b><br /><b>θηλ.</b> η [[διόπτειρα]]<br />η [[οικονόμος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[κατάσκοπος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ανιχνευτής]], [[παρατηρητής]]<br /><b>2.</b> [[υπεύθυνος]] για τη [[μετάδοση]] συνθημάτων [[κατά]] τη [[μάχη]]<br /><b>3.</b> χειρουργικό [[εργαλείο]] που χρησιμοποιείται για τη [[διάνοιξη]] της μήτρας, [[διαστολέας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>δι</i> (<i>α</i>)· <span style="color: red;">+</span> <i>οπτήρ</i> <span style="color: red;"><</span> <b>(θ.)</b> <i>οπ</i>- ([[πρβλ]]. <i>όπωπα</i>)].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 08:40, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διοπτήρ Medium diacritics: διοπτήρ Low diacritics: διοπτήρ Capitals: ΔΙΟΠΤΗΡ
Transliteration A: dioptḗr Transliteration B: dioptēr Transliteration C: dioptir Beta Code: diopth/r

English (LSJ)

ῆρος, ὁ, A spy, scout, στρατοῦ Il.10.562: in late Prose, Agath.2.2. II διάγγελοι καὶ διοπτῆρες, the optiones and tesserarii of the Romans, Plu.Galb.24. III = διόπτρα III (instrument for examining cavities, dilator), Aët.16.105.

Greek (Liddell-Scott)

διοπτήρ: ῆρος, ὁ, κατάσκοπος, πρόσκοπος, κατοπτευτής, στρατοῦ Ἰλ. Κ. 562. ΙΙ. διάγγελοι καὶ διοπτῆρες, οἱ optiones tesserarii, τῶν Ρωμαίων, Πλούτ. Γάλβ. 24. ΙΙΙ. = διόπτρα ΙΙΙ, Σουΐδ.

French (Bailly abrégé)

ῆρος (ὁ) :
1 éclaireur, espion;
2 à Rome sorte d’adjudant.
Étymologie: διόψομαι, v. διοράω.

English (Autenrieth)

ῆρος: scout, Il. 10.562†.

Spanish (DGE)

-ῆρος, ὁ
1 uno que observa con atención, espía c. gen. obj. διοπτῆρα στρατοῦ ... προέηκε Il.10.562
explorador ἔστειλε ... προφύλακας καὶ διοπτῆρας ἄνδρας ἐς τρισχιλίους Agath.2.2.4, de los optiones, tesserarii οἱ διαγγέλων καὶ διοπτήρων ὑπηρεσίας τελοῦντες Plu.Galb.24
que todo lo ve de Dios, Doroth.Vis.14, cf. 59.
2 el que observa con la dioptra Hsch.

Greek Monolingual

ο (AM διοπτήρ
Μ και θηλ. διόπτειρα, η)
νεοελλ.
1. όργανο για διόπτευση
2. (τοπογρ.) σκοπευτική συσκευή γεωδαιτικών οργάνων για τη μέτρηση αποστάσεων και γωνιών
μσν.
θηλ. η διόπτειρα
η οικονόμος
αρχ.-μσν.
κατάσκοπος
αρχ.
1. ανιχνευτής, παρατηρητής
2. υπεύθυνος για τη μετάδοση συνθημάτων κατά τη μάχη
3. χειρουργικό εργαλείο που χρησιμοποιείται για τη διάνοιξη της μήτρας, διαστολέας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι (α+ οπτήρ < (θ.) οπ- (πρβλ. όπωπα)].

Greek Monotonic

διοπτήρ: -ῆρος, ὁ (ὄψομαι, μέλ. του ὁράω), κατάσκοπος, πρόσκοπος, ιχνηλάτης, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

διοπτήρ: ῆρος ὁ
1) соглядатай, разведчик (στρατοῦ τινος Hom.);
2) (в Риме, лат. optio) помощник центуриона Plut.

Middle Liddell

n ὄψομαι, fut. of ὁράω
a spy, scout, Il.