ετερόφωνος: Difference between revisions
From LSJ
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
(14) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἑτερόφωνος]], -ον)<br />αυτός που έχει διαφορετική [[φωνή]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που μιλά διαφορετική [[γλώσσα]], ο [[αλλόγλωσσος]], ο [[ξενόγλωσσος]]<br /><b>2.</b> αυτός που πάσχει από [[ετεροφωνία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>συνεκδ.</b> αυτός που δεν συμφωνεί, ο [[ασύμφωνος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ετερο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φωνος</i> <span style="color: red;"><</span> [[φωνή]] ( | |mltxt=-η, -ο (Α [[ἑτερόφωνος]], -ον)<br />αυτός που έχει διαφορετική [[φωνή]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που μιλά διαφορετική [[γλώσσα]], ο [[αλλόγλωσσος]], ο [[ξενόγλωσσος]]<br /><b>2.</b> αυτός που πάσχει από [[ετεροφωνία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>συνεκδ.</b> αυτός που δεν συμφωνεί, ο [[ασύμφωνος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ετερο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φωνος</i> <span style="color: red;"><</span> [[φωνή]] ([[πρβλ]]. <i>ά</i>-<i>φωνος</i>, <i>ημί</i>-<i>φωνος</i>)]. | ||
}} | }} |
Revision as of 08:50, 23 August 2021
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἑτερόφωνος, -ον)
αυτός που έχει διαφορετική φωνή
νεοελλ.
1. αυτός που μιλά διαφορετική γλώσσα, ο αλλόγλωσσος, ο ξενόγλωσσος
2. αυτός που πάσχει από ετεροφωνία
αρχ.
συνεκδ. αυτός που δεν συμφωνεί, ο ασύμφωνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + -φωνος < φωνή (πρβλ. ά-φωνος, ημί-φωνος)].