εσθλός: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστιν ἀγαθὸν ἐν ἀνθρώπῳ ὃ φάγεται καὶ ὃ πίεται καὶ ὃ δείξει τῇ ψυχῇ αὐτοῦ ἀγαθὸν ἐν μόχθῳ αὐτοῦ (Ecclesiastes 2:24, LXX version) → What is good in a human is not what he eats and drinks and shows off to his soul as a benefit of his labor

Source
(14)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐσθλός]], -ή, -όν και δωρ. και αρκαδ. τ. [[ἐσλός]], -ά, -όν και αιολ. ἔσλος (Α)<br /><b>1.</b> [[αγαθός]], [[άξιος]] στο [[είδος]] του (στο [[επάγγελμα]] ή στην ιδιότητά του)<br /><b>2.</b> [[γενναίος]], [[ανδρείος]], [[ισχυρός]]<br /><b>3.</b> [[ευγενής]], [[έξοχος]] («ἐσθλοῡ πατρὸς παῑς», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>4.</b> (για άλογα) αυτός που ανήκει σε καλή [[ράτσα]]<br /><b>5.</b> [[ηθικός]], [[χρηστός]], [[πιστός]] («ἐσθλὸς [[φίλος]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>6.</b> (για [[σκύλο]]) [[πιστός]], [[ωφέλιμος]]<br /><b>7.</b> (για οιωνούς) [[αίσιος]], [[ευοίωνος]]<br /><b>8.</b> (<b>για πράγμ.</b>) [[αρμόδιος]], [[επιτήδειος]], [[ωφέλιμος]] («πολλὰ καὶ ἐσθλὰ κτήματα», <b>Ομ.</b> Οδ)<br /><b>9.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐσθλόν</i><br />η καλή [[τύχη]], η [[ευτυχία]]<br /><b>10.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ἐσθλά</i><br />α) αγαθές πράξεις ή σκέψεις ή ιδέες<br />β) τα [[αγαθά]], η [[περιουσία]]<br /><b>11.</b> <b>φρ.</b> «ἐσθλόν (ἐστί)» — [[είναι]] καλό, [[συμφέρον]] να...<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[εσθλός]] συνδέεται με αρχ. ινδ. <i>edhate</i> «[[ευμενής]]» και ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>es</i>- «[[είμαι]]» με [[παρέκταση]] -<i>dh</i>- ( <i>esdh</i>-), αν δεν αποτελεί σύνθετο <i>es</i>-<i>dhl</i>-<i>ό</i>: από [[μόρφημα]] <i>es</i>-, [[ρίζα]] του <i>εύς</i> «[[καλός]], [[ανδρείος]], [[ευγενής]]», και β’ σύνθ. -<i>dhl</i>-, μηδενισμένη [[βαθμίδα]] του ΙE <i>dh</i><i>ē</i>-<i>lo</i> «[[θέτω]]» (<b>[[πρβλ]].</b> αρχ. σλαβ. <i>d</i><i>ě</i><i>lo</i> «[[πράξη]]»). Οι αιολ. τ. <i>έσλος</i>, <i>εσλός</i>, όπως και ο αρκαδ. τ. <i>εσλός</i>, προήλθαν με [[απλοποίηση]] του συμφωνικού συμπλέγματος -<i>σθλ</i>-].
|mltxt=[[ἐσθλός]], -ή, -όν και δωρ. και αρκαδ. τ. [[ἐσλός]], -ά, -όν και αιολ. ἔσλος (Α)<br /><b>1.</b> [[αγαθός]], [[άξιος]] στο [[είδος]] του (στο [[επάγγελμα]] ή στην ιδιότητά του)<br /><b>2.</b> [[γενναίος]], [[ανδρείος]], [[ισχυρός]]<br /><b>3.</b> [[ευγενής]], [[έξοχος]] («ἐσθλοῡ πατρὸς παῑς», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>4.</b> (για άλογα) αυτός που ανήκει σε καλή [[ράτσα]]<br /><b>5.</b> [[ηθικός]], [[χρηστός]], [[πιστός]] («ἐσθλὸς [[φίλος]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>6.</b> (για [[σκύλο]]) [[πιστός]], [[ωφέλιμος]]<br /><b>7.</b> (για οιωνούς) [[αίσιος]], [[ευοίωνος]]<br /><b>8.</b> (<b>για πράγμ.</b>) [[αρμόδιος]], [[επιτήδειος]], [[ωφέλιμος]] («πολλὰ καὶ ἐσθλὰ κτήματα», <b>Ομ.</b> Οδ)<br /><b>9.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐσθλόν</i><br />η καλή [[τύχη]], η [[ευτυχία]]<br /><b>10.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ἐσθλά</i><br />α) αγαθές πράξεις ή σκέψεις ή ιδέες<br />β) τα [[αγαθά]], η [[περιουσία]]<br /><b>11.</b> <b>φρ.</b> «ἐσθλόν (ἐστί)» — [[είναι]] καλό, [[συμφέρον]] να...<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[εσθλός]] συνδέεται με αρχ. ινδ. <i>edhate</i> «[[ευμενής]]» και ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>es</i>- «[[είμαι]]» με [[παρέκταση]] -<i>dh</i>- ( <i>esdh</i>-), αν δεν αποτελεί σύνθετο <i>es</i>-<i>dhl</i>-<i>ό</i>: από [[μόρφημα]] <i>es</i>-, [[ρίζα]] του <i>εύς</i> «[[καλός]], [[ανδρείος]], [[ευγενής]]», και β’ σύνθ. -<i>dhl</i>-, μηδενισμένη [[βαθμίδα]] του ΙE <i>dh</i><i>ē</i>-<i>lo</i> «[[θέτω]]» ([[πρβλ]]. αρχ. σλαβ. <i>d</i><i>ě</i><i>lo</i> «[[πράξη]]»). Οι αιολ. τ. <i>έσλος</i>, <i>εσλός</i>, όπως και ο αρκαδ. τ. <i>εσλός</i>, προήλθαν με [[απλοποίηση]] του συμφωνικού συμπλέγματος -<i>σθλ</i>-].
}}
}}

Revision as of 08:55, 23 August 2021

Greek Monolingual

ἐσθλός, -ή, -όν και δωρ. και αρκαδ. τ. ἐσλός, -ά, -όν και αιολ. ἔσλος (Α)
1. αγαθός, άξιος στο είδος του (στο επάγγελμα ή στην ιδιότητά του)
2. γενναίος, ανδρείος, ισχυρός
3. ευγενής, έξοχος («ἐσθλοῡ πατρὸς παῑς», Σοφ.)
4. (για άλογα) αυτός που ανήκει σε καλή ράτσα
5. ηθικός, χρηστός, πιστός («ἐσθλὸς φίλος», Σοφ.)
6. (για σκύλο) πιστός, ωφέλιμος
7. (για οιωνούς) αίσιος, ευοίωνος
8. (για πράγμ.) αρμόδιος, επιτήδειος, ωφέλιμος («πολλὰ καὶ ἐσθλὰ κτήματα», Ομ. Οδ)
9. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐσθλόν
η καλή τύχη, η ευτυχία
10. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐσθλά
α) αγαθές πράξεις ή σκέψεις ή ιδέες
β) τα αγαθά, η περιουσία
11. φρ. «ἐσθλόν (ἐστί)» — είναι καλό, συμφέρον να...
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. εσθλός συνδέεται με αρχ. ινδ. edhate «ευμενής» και ανάγεται σε ΙΕ ρίζα es- «είμαι» με παρέκταση -dh- ( esdh-), αν δεν αποτελεί σύνθετο es-dhl-ό: από μόρφημα es-, ρίζα του εύς «καλός, ανδρείος, ευγενής», και β’ σύνθ. -dhl-, μηδενισμένη βαθμίδα του ΙE dhē-lo «θέτω» (πρβλ. αρχ. σλαβ. dělo «πράξη»). Οι αιολ. τ. έσλος, εσλός, όπως και ο αρκαδ. τ. εσλός, προήλθαν με απλοποίηση του συμφωνικού συμπλέγματος -σθλ-].