εὐπρόσοιστος: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[εὐπρόσοιστος]], -ον (Α)<br />αυτός τον οποίο εύκολα πλησιάζει [[κάποιος]], [[εύκολος]] («[[ευπρόσοδος]] [[ἔκβασις]]» — εύκολη [[έκβαση]], δυνατή [[λύση]], <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>προσ</i>-<i>οιστος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>-[[οίσω]], μέλλ. του <i>προσ</i>-[[φέρω]]), | |mltxt=[[εὐπρόσοιστος]], -ον (Α)<br />αυτός τον οποίο εύκολα πλησιάζει [[κάποιος]], [[εύκολος]] («[[ευπρόσοδος]] [[ἔκβασις]]» — εύκολη [[έκβαση]], δυνατή [[λύση]], <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>προσ</i>-<i>οιστος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>-[[οίσω]], μέλλ. του <i>προσ</i>-[[φέρω]]), [[πρβλ]]. <i>α</i>-<i>πρόσ</i>-<i>οιστος</i>, <i>δυσ</i>-<i>πρόσ</i>-<i>οιστος</i>]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 09:15, 23 August 2021
English (LSJ)
ον, A easy of approach: generally, easy, ἔκβασις E.Med.279.
Greek (Liddell-Scott)
εὐπρόσοιστος: -ον, εὐκόλως πλησιαζόμενος· καὶ καθόλου, εὔκολος, ἔκβασις Εὐρ. Μήδ. 279.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
facilement accessible ; facile.
Étymologie: εὖ, προσοίσω de προσφέρω.
Greek Monolingual
εὐπρόσοιστος, -ον (Α)
αυτός τον οποίο εύκολα πλησιάζει κάποιος, εύκολος («ευπρόσοδος ἔκβασις» — εύκολη έκβαση, δυνατή λύση, Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -προσ-οιστος (< προσ-οίσω, μέλλ. του προσ-φέρω), πρβλ. α-πρόσ-οιστος, δυσ-πρόσ-οιστος].
Greek Monotonic
εὐπρόσοιστος: -ον, ευκολοπλησίαστος· γενικά, εύκολος, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
εὐπρόσοιστος: легко доступный, легкий (ἔκβασις Eur.).