ζώπυρος: Difference between revisions
τὰ σῦκα σῦκα, τὴν σκάφην δὲ σκάφην ὀνομάζειν → call a spade a spade | speak the truth | speak straight from the shoulder | give it straight from the shoulder | give the straight goods | not to mince matters | not to mince words | not mince words | call things by their right names | call a spade a spade and a shovel a shovel | call a shovel a shovel | call a spade a spade, not a big spoon
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ο(ν) (Α [[ζώπυρος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (μόνο το ουδ. ως ουσ.) <i>τὸ ζώπυρο</i>(<i>ν</i>)<br />[[κομμάτι]] αναμμένου κάρβουνου που φυλάσσεται στη [[χόβολη]] για να χρησιμεύσει ως [[έναυσμα]] για το [[άναμμα]] της φωτιάς, [[σπινθήρας]], [[σπίθα]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> <b>φρ.</b> «τα ζώπυρα του πατριωτισμού» — ιδέες που εξάπτουν το πατριωτικό [[αίσθημα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ζωογονεί, που ανάβει τη [[φωτιά]]<br /><b>2.</b> [[ζωογονητικός]], [[δυναμωτικός]]<br /><b>3.</b> αυτός που ερεθίζει, που παροξύνει, που διεγείρει ([[κυρίως]] για τον πόθο)<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[ζώπυρον]]<br />α) ο [[φυσητήρας]] που χρησιμοποιείται για το [[άναμμα]] της φωτιάς<br />β) <b>μτφ.</b> [[κάτι]] μικρό που περισώζεται και ζωογονεί, παρέχει ζωή, ξαναφέρνει στη ζωή<br />γ) [[αναλαμπή]]<br />δ) [[υπόλειμμα]], [[απομεινάρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ζω</i>(<i>ο</i>)- (Ι) <span style="color: red;">+</span> -<i>πυρος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>πυρ</i>, [[πυρός]]), | |mltxt=-ο(ν) (Α [[ζώπυρος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (μόνο το ουδ. ως ουσ.) <i>τὸ ζώπυρο</i>(<i>ν</i>)<br />[[κομμάτι]] αναμμένου κάρβουνου που φυλάσσεται στη [[χόβολη]] για να χρησιμεύσει ως [[έναυσμα]] για το [[άναμμα]] της φωτιάς, [[σπινθήρας]], [[σπίθα]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> <b>φρ.</b> «τα ζώπυρα του πατριωτισμού» — ιδέες που εξάπτουν το πατριωτικό [[αίσθημα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ζωογονεί, που ανάβει τη [[φωτιά]]<br /><b>2.</b> [[ζωογονητικός]], [[δυναμωτικός]]<br /><b>3.</b> αυτός που ερεθίζει, που παροξύνει, που διεγείρει ([[κυρίως]] για τον πόθο)<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[ζώπυρον]]<br />α) ο [[φυσητήρας]] που χρησιμοποιείται για το [[άναμμα]] της φωτιάς<br />β) <b>μτφ.</b> [[κάτι]] μικρό που περισώζεται και ζωογονεί, παρέχει ζωή, ξαναφέρνει στη ζωή<br />γ) [[αναλαμπή]]<br />δ) [[υπόλειμμα]], [[απομεινάρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ζω</i>(<i>ο</i>)- (Ι) <span style="color: red;">+</span> -<i>πυρος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>πυρ</i>, [[πυρός]]), [[πρβλ]]. <i>διά</i>-<i>πυρος</i>, <i>έμ</i>-<i>πυρος</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 09:20, 23 August 2021
English (LSJ)
ον, A glowing, of desire, θερμὸν καὶ ζ. Philostr.VA1.34. 2 restorative, ἔχει τι ζ. ὁ τοῦ προσώπου περισπογγισμός Sor. 2.28.
Greek (Liddell-Scott)
ζώπῠρος: -ον, (ζωός, πῦρ) ἀνάπτων, ἐξάπτων, ἐξεγείρων, Φιλόστρ. 42.
Greek Monolingual
-ο(ν) (Α ζώπυρος, -ον)
νεοελλ.
1. (μόνο το ουδ. ως ουσ.) τὸ ζώπυρο(ν)
κομμάτι αναμμένου κάρβουνου που φυλάσσεται στη χόβολη για να χρησιμεύσει ως έναυσμα για το άναμμα της φωτιάς, σπινθήρας, σπίθα
2. μτφ. φρ. «τα ζώπυρα του πατριωτισμού» — ιδέες που εξάπτουν το πατριωτικό αίσθημα
αρχ.
1. αυτός που ζωογονεί, που ανάβει τη φωτιά
2. ζωογονητικός, δυναμωτικός
3. αυτός που ερεθίζει, που παροξύνει, που διεγείρει (κυρίως για τον πόθο)
4. το ουδ. ως ουσ. το ζώπυρον
α) ο φυσητήρας που χρησιμοποιείται για το άναμμα της φωτιάς
β) μτφ. κάτι μικρό που περισώζεται και ζωογονεί, παρέχει ζωή, ξαναφέρνει στη ζωή
γ) αναλαμπή
δ) υπόλειμμα, απομεινάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο)- (Ι) + -πυρος (< πυρ, πυρός), πρβλ. διά-πυρος, έμ-πυρος].