κάψις: Difference between revisions
ὡς οὐδὲν γλύκιον ἧς πατρίδος οὐδὲ τοκήων γίνεται, εἴ περ καί τις ἀπόπροθι πίονα οἶκον γαίῃ ἐν ἀλλοδαπῇ ναίει ἀπάνευθε τοκήων → More than all pleasures that were ever made parents and fatherland our life still bless. Though we rich home in a strange land possess, still the old memories about us cling.
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[κάψις]], ἡ (Α)<br />[[καταβρόχθιση]], [[χάψιμο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>κάψ</i>- (<i>κάψ</i>-<i>ω</i>, μέλλ. του [[κάπτω]] «[[καταπίνω]], [[καταβροχθίζω]]») <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ις</i> ( | |mltxt=<b>(I)</b><br />[[κάψις]], ἡ (Α)<br />[[καταβρόχθιση]], [[χάψιμο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>κάψ</i>- (<i>κάψ</i>-<i>ω</i>, μέλλ. του [[κάπτω]] «[[καταπίνω]], [[καταβροχθίζω]]») <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ις</i> ([[πρβλ]]. <i>βάψ</i>-<i>ις</i>, <i>ράψ</i>-<i>ις</i>)]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κάψις:''' εως ἡ быстрое проглатывание: κάψει πίνειν Arst. выпивать залпом. | |elrutext='''κάψις:''' εως ἡ быстрое проглатывание: κάψει πίνειν Arst. выпивать залпом. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:10, 23 August 2021
English (LSJ)
εως, ἡ, (κάπτω) A gulping, κάψει πίνειν, of the bear, opp. σπάσει and λάψει, Arist.HA595a10.
German (Pape)
[Seite 1409] ἡ, das Verschlucken, hastiges Hineinschlucken; κάψει πίνειν, schluckweis trinken, Arist. H. A. 8, 6.
Greek (Liddell-Scott)
κάψις: -εως, ἡ, κατάποσις, καταβρόχθισις, «χάψιμον», κάψει πίνειν, ἐπὶ τῆς ἄρκτου, ἀντίθετ. τῷ σπάσει καὶ λάψει, ἡ δὲ ἄρκτος οὔτε σπάσει πίνει οὔτε λάψει, ἀλλὰ κάψει Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 6. 1.
Greek Monolingual
(I)
κάψις, ἡ (Α)
καταβρόχθιση, χάψιμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κάψ- (κάψ-ω, μέλλ. του κάπτω «καταπίνω, καταβροχθίζω») + κατάλ. -ις (πρβλ. βάψ-ις, ράψ-ις)].
Russian (Dvoretsky)
κάψις: εως ἡ быстрое проглатывание: κάψει πίνειν Arst. выпивать залпом.