κακόνους: Difference between revisions
m (Text replacement - "ἡμῑν" to "ἡμῖν") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-oυν (AM [[κακόνους]], -ουν και -οος, -οον, Α αττ. πληθ. κακόνοι)<br />αυτός που διάκειται εχθρικά [[προς]] κάποιον, [[εχθρικός]], [[δυσμενής]] («ὡς κακόνοι τινές εἰσιν ἐν ἡμῖν», <b>Αριστοφ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κακονόως</i> και <i>κακόνως</i> (Α)<br />με [[δυσμένεια]], εχθρικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[νους]] (<span style="color: red;"><</span> [[νοῦς]]), | |mltxt=-oυν (AM [[κακόνους]], -ουν και -οος, -οον, Α αττ. πληθ. κακόνοι)<br />αυτός που διάκειται εχθρικά [[προς]] κάποιον, [[εχθρικός]], [[δυσμενής]] («ὡς κακόνοι τινές εἰσιν ἐν ἡμῖν», <b>Αριστοφ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κακονόως</i> και <i>κακόνως</i> (Α)<br />με [[δυσμένεια]], εχθρικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[νους]] (<span style="color: red;"><</span> [[νοῦς]]), [[πρβλ]]. [[υγρό]]-[[νους]], <i>φαιδρό</i>-[[νους]]]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 10:15, 23 August 2021
English (LSJ)
-ουν, contr. for κακόνοος.
French (Bailly abrégé)
ους, ουν :
att. c. κακόνοος.
Greek Monolingual
-oυν (AM κακόνους, -ουν και -οος, -οον, Α αττ. πληθ. κακόνοι)
αυτός που διάκειται εχθρικά προς κάποιον, εχθρικός, δυσμενής («ὡς κακόνοι τινές εἰσιν ἐν ἡμῖν», Αριστοφ.).
επίρρ...
κακονόως και κακόνως (Α)
με δυσμένεια, εχθρικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -νους (< νοῦς), πρβλ. υγρό-νους, φαιδρό-νους].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κακόνους -ουν, zonder contr. κακόνοος -οον [κακός, νοῦς] Att. plur. κακόνοι, kwaadwillig, vijandig; met dat. of met εἰς + acc. jegens:. κακόνοι... εἰς τὰ ὑμέτερα πράγματα vijandig tegenover uw regering Lys. 20.20; τῷ δήμῳ κακόνους ἔσομαι ik zal een vijand van het volk zijn Aristot. Pol. 1310a9.
Middle Liddell
κᾰκό-νους, ουν
ill-disposed, disaffected, Ar., Thuc., etc.:— bearing malice against, τινι Xen.:—Sup. κακονούστατος Dem.
English (Woodhouse)
disaffected, disloyal, ill-disposed, malevolent, unfriendly, biassed unfavorably, biassed unfavourably