καταστομίζω: Difference between revisions

From LSJ

χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.

Source
m (Text replacement - " v.l. " to " v.l. ")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καταστομίζω]] (Α)<br />[[αναγκάζω]] κάποιον να σωπάσει, του [[κλείνω]] το [[στόμα]], [[αποστομώνω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>στομίζω</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στόμα]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>εν</i>-<i>στομίζω</i>, <i>επι</i>-<i>στομίζω</i>].
|mltxt=[[καταστομίζω]] (Α)<br />[[αναγκάζω]] κάποιον να σωπάσει, του [[κλείνω]] το [[στόμα]], [[αποστομώνω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>στομίζω</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στόμα]]), [[πρβλ]]. <i>εν</i>-<i>στομίζω</i>, <i>επι</i>-<i>στομίζω</i>].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''καταστομίζω:''' заставлять умолкнуть (τοὺς βοῶντας Plut.).
|elrutext='''καταστομίζω:''' заставлять умолкнуть (τοὺς βοῶντας Plut.).
}}
}}

Revision as of 13:18, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταστομίζω Medium diacritics: καταστομίζω Low diacritics: καταστομίζω Capitals: ΚΑΤΑΣΤΟΜΙΖΩ
Transliteration A: katastomízō Transliteration B: katastomizō Transliteration C: katastomizo Beta Code: katastomi/zw

English (LSJ)

A v.l. for ἐπι-, put to silence, Plu.Arist.4.

Greek (Liddell-Scott)

καταστομίζω: ἐπιστομίζω, κλείω τινὸς τὸ στόμα καὶ δὲν τὸν ἀφίνω νὰ ὁμιλήσῃ, τοὺς βοῶντας κατεστόμισεν Πλουτ. Ἄρατ. 4.

French (Bailly abrégé)

fermer la bouche à, faire taire, acc..
Étymologie: κατά, στόμα.

Greek Monolingual

καταστομίζω (Α)
αναγκάζω κάποιον να σωπάσει, του κλείνω το στόμα, αποστομώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -στομίζω (< στόμα), πρβλ. εν-στομίζω, επι-στομίζω].

Russian (Dvoretsky)

καταστομίζω: заставлять умолкнуть (τοὺς βοῶντας Plut.).