κεγχροφόρος: Difference between revisions

From LSJ

κακῷ δέ τῳ προσεικάζω τάδε → I think this looks like mischief, these things sound ominous to me, these things sound evil to me, I consider these things ominous, I liken these things to something bad

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κεγχροφόρος]], -ον (Α)<br />αυτός που παράγει [[κεχρί]] («ἔστι δὲ καὶ [[κεγχροφόρος]] [[διαφερόντως]] διὰ τὴν εὐυδρίαν», <b>Στράβ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κέγχρος]], <i>ο</i> <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φέρω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αρτο</i>-[[φόρος]], <i>σκευο</i>-[[φόρος]].
|mltxt=[[κεγχροφόρος]], -ον (Α)<br />αυτός που παράγει [[κεχρί]] («ἔστι δὲ καὶ [[κεγχροφόρος]] [[διαφερόντως]] διὰ τὴν εὐυδρίαν», <b>Στράβ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κέγχρος]], <i>ο</i> <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φέρω]]), [[πρβλ]]. <i>αρτο</i>-[[φόρος]], <i>σκευο</i>-[[φόρος]].
}}
}}

Revision as of 13:20, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεγχροφόρος Medium diacritics: κεγχροφόρος Low diacritics: κεγχροφόρος Capitals: ΚΕΓΧΡΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: kenchrophóros Transliteration B: kenchrophoros Transliteration C: kegchroforos Beta Code: kegxrofo/ros

English (LSJ)

ον, A bearing millet, Str.5.1.12.

German (Pape)

[Seite 1410] Hirse tragend, vom Lande, Strab. V, 218.

Greek (Liddell-Scott)

κεγχροφόρος: ὁ, φέρων κέγχρον, παράγων κεχρί, Στράβ. 218.

Greek Monolingual

κεγχροφόρος, -ον (Α)
αυτός που παράγει κεχρί («ἔστι δὲ καὶ κεγχροφόρος διαφερόντως διὰ τὴν εὐυδρίαν», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέγχρος, ο + -φόρος (< φέρω), πρβλ. αρτο-φόρος, σκευο-φόρος.