κατάφοβος: Difference between revisions
Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this life – rather, it is just a corpse with a soul
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[κατάφοβος]], -ον)<br />[[περιδεής]], [[περίφοβος]], [[γεμάτος]] φόβο, («[[ἦσαν]] κατάφοβοι τοὺς ἐλέφαντας», <b>Πολ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που επιφέρει φόβο, που τρομάζει κάποιον («ἐπὶ τῇ καταφόβῳ γενομένῃ μηνύσει», πάπ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>φοβος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φόβος]]), | |mltxt=-η, -ο (AM [[κατάφοβος]], -ον)<br />[[περιδεής]], [[περίφοβος]], [[γεμάτος]] φόβο, («[[ἦσαν]] κατάφοβοι τοὺς ἐλέφαντας», <b>Πολ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που επιφέρει φόβο, που τρομάζει κάποιον («ἐπὶ τῇ καταφόβῳ γενομένῃ μηνύσει», πάπ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>φοβος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φόβος]]), [[πρβλ]]. <i>επί</i>-<i>φοβος</i>, [[περί]]-<i>φοβος</i>]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 13:31, 23 August 2021
English (LSJ)
ον, A fearful, afraid of, κ. ἦν, = κατεφοβεῖτο, c. acc., ἐλέφαντας Plb.1.39.12; τὸ μέλλον Id.3.107.15; κ. ἦν μή… Id.10.7.7: abs., κ. γίγνεσθαι LXX Pr.29.16, cf. Ath. Med. ap. Orib.inc.21.3; κ. βίος Plu.Dio 4. II Act., terrifying, μήνυσις PSI6.684.17 (iv/v A.D.).
German (Pape)
[Seite 1389] voll Furcht, erschreckt; κατάφοβος ἦν, μὴ περιπέσῃ συμφοραῖς Pol. 10, 7, 7; τοὺς ἐλέφαντας κατάφοβοι, voll Furcht vor den Elephanten, 1, 39, 12; τὸ μέλλον 3, 107, 15, öfter; Plut. Dion. 4.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
épouvanté.
Étymologie: κατά, φέβομαι.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM κατάφοβος, -ον)
περιδεής, περίφοβος, γεμάτος φόβο, («ἦσαν κατάφοβοι τοὺς ἐλέφαντας», Πολ.)
αρχ.
αυτός που επιφέρει φόβο, που τρομάζει κάποιον («ἐπὶ τῇ καταφόβῳ γενομένῃ μηνύσει», πάπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -φοβος (< φόβος), πρβλ. επί-φοβος, περί-φοβος].
Russian (Dvoretsky)
κατάφοβος:
1) боящийся, испугавшийся (τινα и τι Polyb.);
2) полный страха (βίος Plut.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατάφοβος -ον [κατά, φόβος] angstig:. κ. βίος een leven in angst Plut. Dion 4.6.