κρούπεζαι: Difference between revisions
ἄλογον δὴ τὸ μήτε μάχης ἄρξασθαι μήτε τοὺς φίλους φυλάξαι, ἐὰν ὑπό γε τῶν βαρβάρων ἀδικῆσθε → It is irrational neither to begin battle nor to guard the friends, if you are ever wronged by the foreigners
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κρούπεζαι]], αἱ (Α)<br /><b>1.</b> ξύλινα υποδήματα που χρησιμοποιούνταν από τους Βοιωτούς για το [[πάτημα]] των ελιών<br /><b>2.</b> όμοια παπούτσια που φορούσαν στη [[σκηνή]] οι αυλητές και χτυπώντας τα κρατούσαν τον ρυθμό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. <i>κρού</i>-<i>πεζαι</i> [[είναι]] σύνθετο «εκ συναρπαγής» (από [[φράση]]) <span style="color: red;"><</span> [[κρούω]] <span style="color: red;">+</span> [[πέζα]] (δωρ. και αρκαδ. τ. της λ. [[πούς]]), | |mltxt=[[κρούπεζαι]], αἱ (Α)<br /><b>1.</b> ξύλινα υποδήματα που χρησιμοποιούνταν από τους Βοιωτούς για το [[πάτημα]] των ελιών<br /><b>2.</b> όμοια παπούτσια που φορούσαν στη [[σκηνή]] οι αυλητές και χτυπώντας τα κρατούσαν τον ρυθμό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. <i>κρού</i>-<i>πεζαι</i> [[είναι]] σύνθετο «εκ συναρπαγής» (από [[φράση]]) <span style="color: red;"><</span> [[κρούω]] <span style="color: red;">+</span> [[πέζα]] (δωρ. και αρκαδ. τ. της λ. [[πούς]]), [[πρβλ]]. <i>αργυρό</i>-<i>πεζα</i>, [[οπότε]] η αρχ. σημ. της λ. [[είναι]] «[[χτυπώ]] το [[πόδι]]» ή «[[χτυπώ]] με το [[πόδι]]»]. | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym |
Revision as of 14:00, 23 August 2021
English (LSJ)
αἱ, A high wooden shoes, used in Boeotia for treading olives, and worn on the stage by flute-players to beat time, Paus. Gr.Fr.239, Poll.7.87 (sg.), Phot.:—also κρούπαλα, τά, S.Fr.44; κρούπετα, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
κρούπεζαι: -αἱ, Λατ. scrupedae, sculponeae, ὑψηλὰ ξύλινα ὑποδήματα ἐν χρήσει παρὰ Βοιωτοῖς πρὸς πάτησιν ἐλαιῶν, φορούμενα δὲ ἐπὶ τῆς σκηνῆς ὑπ’ αὐλητῶν ὅπως δι’ αὐτῶν κρούωσι τὸν χρόνον, Παυσ. παρ’ Εὐστ. 867. 29, Πολυδ. Ζ΄, 87, Φώτ.· πρβλ. Meineke εἰς Κωμ. Ἀποσπ. 1. 336· ― ὡσαύτως, κρούπαλα, τά, Σοφ. Ἀποσπ. 43· κρούπετα Ἡσύχ.· ὑποκορ. κρουπέζιον, τό, Πολυδ. Ι΄, 153· ὅθεν, κρουπεζοφόρος, ον, ὁ φορῶν ξύλινα ὑποδήματα, ἐπὶ τῶν Βοιωτῶν, Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 153, πρβλ. Πολυδ. Ζ΄, 87· ― κρουπεζόομαι, Παθ., ἔχω, φορῶ ξύλινα ὑποδήματα, «θέλει δὲ δηλῶσαι τοὺς τραχεῖς πόδας ἔχοντας» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
κρούπεζαι, αἱ (Α)
1. ξύλινα υποδήματα που χρησιμοποιούνταν από τους Βοιωτούς για το πάτημα των ελιών
2. όμοια παπούτσια που φορούσαν στη σκηνή οι αυλητές και χτυπώντας τα κρατούσαν τον ρυθμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κρού-πεζαι είναι σύνθετο «εκ συναρπαγής» (από φράση) < κρούω + πέζα (δωρ. και αρκαδ. τ. της λ. πούς), πρβλ. αργυρό-πεζα, οπότε η αρχ. σημ. της λ. είναι «χτυπώ το πόδι» ή «χτυπώ με το πόδι»].
Frisk Etymological English
Grammatical information: f. pl. (-ζα sg.)
Meaning: wooden shoes to press olives or to indicate the dance-rhythm (Paus. Gr., Poll., Phot.).
Other forms: Byforms: κρούπαλα (S. Fr. 44; cf. e.g. κρόταλα), κρούπανα (H., after instrument names in -ανον), -πετα (H.; example?).
Compounds: κρουπεζο-φόροι pl. name of the Boeotians (Cratin.).
Derivatives: Dimin. κρουπέζια pl. (Poll., H.) and κρουπεζούμενος provided with κ. (H.). -
Origin: GR [a formation built with Greek elements]X [probably], PGX [probably a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Governing compound, equal to the expression τὸν πόδα (τῳ̃ ποδὶ) κρούειν bump your foot, stamp with the foot; 2. member after ἀργυρό-πεζα a. o. - The byforms (replaced by more understandable forms: folketym.?) suggest some other origin than a compound with -πεδ-; we have κρου-παν\/λ-, -πεT-.
Frisk Etymology German
κρούπεζαι: {kroúpezai}
Forms: (-ζα sg.)
Grammar: f. pl.
Meaning: ‘hölzerne Schuhe zum Zertreten der Oliven od. zur Angabe des Tanzrhythmus’ (Paus. Gr., Poll., Phot.);
Composita : κρουπεζοφόροι pl. Ben. der Böoter (Kratin.).
Derivative: Davon das Demin. κρουπέζια pl. (Poll., H.) und κρουπεζούμενος ‘mit κ. versehen’ (H.).
Etymology : Verbales Rektionskompositum, dem Ausdruck τὸν πόδα (τῳ̃ ποδὶ) κρούειν dcn Fnß stoßen, mit dem Fuß stampfen entsprechend; Hinterglied nach ἀργυρόπεζα u. a. — Nebenformen: κρούπαλα (S. Fr. 44; vgl. z.B. κρόταλα), κρούπανα (H., nach Gerätenamen auf -ανον), -πετα (H.; Vorbild?).
Page 2,27