κτηνηδόν: Difference between revisions

From LSJ

τὸ δ' ἡδέως ζῆν καὶ ἱλαρῶς οὐκ ἔξωθέν ἐστιν, ἀλλὰ τοὐναντίονἄνθρωπος τοῖς περὶ αὑτὸν πράγμασιν ἡδονὴν καὶ χάριν ὥσπερ ἐκ πηγῆς τοῦ ἤθους προστίθησιν → but a pleasant and happy life comes not from external things, but, on the contrary, man draws on his own character as a source from which to add the element of pleasure and joy to the things which surround him

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κτηνηδόν]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> σαν [[κτήνος]], σαν τα ζώα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κτῆνος]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>ηδόν</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αγελ</i>-<i>ηδόν</i>, <i>λεοντ</i>-<i>ηδόν</i>)].
|mltxt=[[κτηνηδόν]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> σαν [[κτήνος]], σαν τα ζώα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κτῆνος]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>ηδόν</i> ([[πρβλ]]. <i>αγελ</i>-<i>ηδόν</i>, <i>λεοντ</i>-<i>ηδόν</i>)].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 14:05, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κτηνηδόν Medium diacritics: κτηνηδόν Low diacritics: κτηνηδόν Capitals: ΚΤΗΝΗΔΟΝ
Transliteration A: ktēnēdón Transliteration B: ktēnēdon Transliteration C: ktinidon Beta Code: kthnhdo/n

English (LSJ)

Adv., (κτῆνος) A like beasts, Hdt.4.180.

German (Pape)

[Seite 1519] nach Art des Viehes, μισγόμενοι, Her. 4, 180.

Greek (Liddell-Scott)

κτηνηδόν: Ἐπίρρ. (κτῆνος) δίκην κτήνους, ὡς κτῆνος, κτηνηδὸν μισγόμενοι Ἡρόδ. 4. 180.

French (Bailly abrégé)

adv.
comme les bestiaux.
Étymologie: κτῆνος, -δον.

Greek Monolingual

κτηνηδόν (Α)
επίρρ. σαν κτήνος, σαν τα ζώα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κτῆνος + επιρρμ. κατάλ. -ηδόν (πρβλ. αγελ-ηδόν, λεοντ-ηδόν)].

Greek Monotonic

κτηνηδόν: επίρρ. (κτῆνος), όπως τα θηρία, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

κτηνηδόν: adv. подобно скоту, по-скотски (μισγόμενοι Her.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κτηνηδόν [κτῆνος] adv., als beesten.

Middle Liddell

κτῆνος
like beasts, Hdt.