κυνόφρων: Difference between revisions

From LSJ

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κυνόφρων]], -ον (Α)<br />αυτός που συμπεριφέρεται σαν [[σκύλος]], αναίσχυντος, [[αδιάντροπος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κυν</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>φρων</i> (εκτεταμένη - ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της λ. [[φρήν]] «[[νους]], [[φρόνημα]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>γυναικό</i>-<i>φρων</i>, <i>τυραννό</i>-<i>φρων</i>].
|mltxt=[[κυνόφρων]], -ον (Α)<br />αυτός που συμπεριφέρεται σαν [[σκύλος]], αναίσχυντος, [[αδιάντροπος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κυν</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>φρων</i> (εκτεταμένη - ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της λ. [[φρήν]] «[[νους]], [[φρόνημα]]»), [[πρβλ]]. <i>γυναικό</i>-<i>φρων</i>, <i>τυραννό</i>-<i>φρων</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 14:05, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠνόφρων Medium diacritics: κυνόφρων Low diacritics: κυνόφρων Capitals: ΚΥΝΟΦΡΩΝ
Transliteration A: kynóphrōn Transliteration B: kynophrōn Transliteration C: kynofron Beta Code: kuno/frwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος, A dog-minded, shameless of soul, A.Ch.621 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

κῠνόφρων: -ον, ἔχων φρόνημα κυνός, ἀναίσχυντος, ἀδιάντροπος, Αἰσχύλ. Χο. 622.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
impudent comme un chien.
Étymologie: κύων, φρήν.

Greek Monolingual

κυνόφρων, -ον (Α)
αυτός που συμπεριφέρεται σαν σκύλος, αναίσχυντος, αδιάντροπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)- + -φρων (εκτεταμένη - ετεροιωμένη βαθμίδα της λ. φρήν «νους, φρόνημα»), πρβλ. γυναικό-φρων, τυραννό-φρων].

Greek Monotonic

κῠνόφρων: -ον (φρήν), αυτός που έχει μυαλό σκύλου, αδιάντροπος, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

κῠνόφρων: 2, gen. ονος бесстыдный как пес Aesch.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κυνόφρων -ονος [κύων, φρήν] met hondenmentaliteit (schaamteloos).

Middle Liddell

κῠνό-φρων, ον, φρήν
dog-minded, shameless, Aesch.