λάθυρος: Difference between revisions
Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (Α [[λάθυρος]], πληθ. και λάθυρα, τά)<br />[[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] που, σύμφωνα με τη σημερινή [[ταξινόμηση]], ανήκει στην [[οικογένεια]] [[ψυχανθή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η απλή [[ομοιότητα]] με λέξεις που σημαίνουν «[[φακή]]» ( | |mltxt=ο (Α [[λάθυρος]], πληθ. και λάθυρα, τά)<br />[[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] που, σύμφωνα με τη σημερινή [[ταξινόμηση]], ανήκει στην [[οικογένεια]] [[ψυχανθή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η απλή [[ομοιότητα]] με λέξεις που σημαίνουν «[[φακή]]» ([[πρβλ]]. λατ. <i>lens</i>, αρχ. σλαβ. <i>lęšta</i>, ρωσ. <i>ljača</i>) δεν αποδεικυύει [[αναγωγή]] σε [[κοινή]] ΙΕ [[ρίζα]], [[ούτε]] παράλληλο δανεισμό από μια [[κοινή]] [[πηγή]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 14:20, 23 August 2021
English (LSJ)
ὁ, kind of A pulse, chickling, Lathyrus sativus, Anaxandr. 41.43 (pl.), Alex.162.12 (both anap.), Thphr.HP8.3.1, Plu.2.286e: heterocl. pl. λάθυρα Babr.74.6.
German (Pape)
[Seite 6] ὁ, eine schotentragende Pflanze, Theophr. u. A., Essen für arme Leute, Ath. II, 55 a.
Greek (Liddell-Scott)
λάθῠρος: ὁ, εἶδος ὀσπρίου, «λαθύρι», Ἀναξανδρ. ἐν «Πρωτεσιλάῳ» 1. 43, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 3, 1· ἑτερογεν. πληθ. λάθυρα, Βαρβ. 74. 6.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
pois chiche, plante.
Étymologie: DELG origine ignorée ; cf. ttf. lat. lens « lentille ».
Greek Monolingual
ο (Α λάθυρος, πληθ. και λάθυρα, τά)
γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια ψυχανθή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η απλή ομοιότητα με λέξεις που σημαίνουν «φακή» (πρβλ. λατ. lens, αρχ. σλαβ. lęšta, ρωσ. ljača) δεν αποδεικυύει αναγωγή σε κοινή ΙΕ ρίζα, ούτε παράλληλο δανεισμό από μια κοινή πηγή].
Greek Monotonic
λάθῠρος: ὁ, είδος οσπρίου· πληθ. λάθυρα, σε Βάβρ.
Russian (Dvoretsky)
λάθυρος: (ᾰ) ὁ бот. вика Plut.
Frisk Etymological English
(λα-)
Grammatical information: m., pl. also -α
Meaning: a kind of pulse, chickling, Lathyrus sativus (hell.); λαθυρίς f. name of a purging plant, Euphorbia Lathyris (Dsc., Gal.); from there Lat. (Gloss.) latridus f. (André Les ét. class. 24, 41 f.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: No etym. The only remote resemblance of the name of lentil, Lat. lens, Slav., e.g. OCS lęšta, Russ. ljača, does not point to relationship and also makes loans from a common source improbable. S. W.-Hofmann and Vasmer Wb. s. vv. The structure points to a Pre-Greek word.
Middle Liddell
λάθῠρος, ὁ,
a kind of pulse: pl. λάθυρα Babr.
Frisk Etymology German
λάθυρος: (λα-)
{láthuros}
Forms: pl. auch -α
Grammar: m.,
Meaning: N. einer Hülsenfrucht, Lathyrus sativus (hell. u. sp.);
Derivative: λαθυρίς f. N. einer purgierenden Pflanze, Euphorbia Lathyris (Dsk., Gal.); daraus lat. (Gloss.) latridus f. (André Lesét. class. 24, 41 f.).
Etymology : Ohne sichere Anknüpfung. Die nur entfernte Ähnlichkeit mit den Namen der Linse, lat. lens, slav., z.B. aksl. lęšta, russ. ljača, spricht nicht für Urverwandtschaft und macht auch Entlehnung aus einer gemeinsamen Quelle sehr fraglich. Lit. bei W.-Hofmann und Vasmer Wb. s. vv.
Page 2,71