μήλον: Difference between revisions

From LSJ

στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμαblood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound

Source
m (Text replacement - "αῑα" to "αῖα")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />το (ΑΜ [[μῆλον]], Α δωρ. και αιολ. τ. μᾱλον)<br /><b>βλ.</b> [[μήλο]].<br /> <b>(II)</b><br />[[μῆλον]], βοιωτ. τ. μεῑλον, τὸ (Α)<br /><b>1.</b> [[πρόβατο]] ή [[αίγα]] («μὴ πού τις ἀτασθαλίῃσι κατιῇσιν ἢ βοῦν ἠέ τι [[μῆλον]] ἀποκτάνῃ», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ταύρος]]<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> α) [[αιγοπρόβατα]]<br />β) [[ποίμνιο]]<br />γ) [[αγέλη]] ζώων<br />δ) (γενικά) ζώα, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τους ανθρώπους («γαῖαν ἀνθρώποισι καὶ εὔφρονα μήλοις», <b>Πίνδ.</b>)<br />ε) (ειδικά) ζώο για [[κυνήγι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. ανάγεται σε IE <i>m</i><i>ē</i><i>lo</i>- ή <i>sm</i><i>ē</i><i>lo</i> «μικρό ζώο» και συνδέεται άμεσα με αρχ. ιρλδ. <i>mil</i> «μικρό ζώο» [[αλλά]] και με αρμ. <i>mal</i> «[[πρόβατο]]». Με [[βάση]] τον ΙΕ τ. <i>sm</i><i>ē</i><i>lo</i>- το ελλ. [[μῆλον]] μπορεί να συνδεθεί με ΙΕ λ. με σημ. «[[μικρός]], [[λεπτός]]» (<b>[[πρβλ]].</b> αρχ. άνω γερμ. <i>smal</i>, αγγλ. <i>small</i>). Η λ. ως β' συνθετικό απαντά με τη [[μορφή]] -<i>μηλος</i> και σε κύρια ον. (<b>[[πρβλ]].</b> <i>Εύ</i>-<i>μηλος</i>, <i>Καλλί</i>-<i>μηλος</i>, <i>Πολύ</i>-<i>μηλος</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[μηλωτή]] (Ι)<br /><b>αρχ.</b><br />[[μηλάτης]], [[μήλειος]](ΙΙ), [[μηλίς]](ΙΙ), [[μηλίτης]](ΙΙ), [[μηλωτής]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[μηλολόνθη]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μηλιαυθμός]], [[μηλοβατώ]], [[μηλοβοσκός]], [[μηλόβοτος]], [[μηλογενής]], <i>μηλοδαΐκτας</i>, [[μηλοδόκος]], [[μηλοθύτης]], [[μηλόκερως]], [[μηλοκλόπος]], [[μηλοκόμος]], [[μηλοκτόνος]], [[μηλονόμης]], [[μηλονόμος]], [[μηλοσκόπος]], [[μηλοσόη]], [[μηλοσσόος]], [[μηλοσφάγος]], [[μηλοτρόφος]], [[μηλοφάγος]] (ΙΙ), [[μηλοφόνος]], [[μηλοφύλαξ]] (II). (Β' συνθετικό σε -<i>μηλος</i>) <b>αρχ.</b> [[δεξίμηλος]], [[εύμηλος]], [[φερέμηλος]], [[φιλόμηλος]], [[φυξίμηλος]]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />το (ΑΜ [[μῆλον]], Α δωρ. και αιολ. τ. μᾱλον)<br /><b>βλ.</b> [[μήλο]].<br /> <b>(II)</b><br />[[μῆλον]], βοιωτ. τ. μεῑλον, τὸ (Α)<br /><b>1.</b> [[πρόβατο]] ή [[αίγα]] («μὴ πού τις ἀτασθαλίῃσι κατιῇσιν ἢ βοῦν ἠέ τι [[μῆλον]] ἀποκτάνῃ», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ταύρος]]<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> α) [[αιγοπρόβατα]]<br />β) [[ποίμνιο]]<br />γ) [[αγέλη]] ζώων<br />δ) (γενικά) ζώα, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τους ανθρώπους («γαῖαν ἀνθρώποισι καὶ εὔφρονα μήλοις», <b>Πίνδ.</b>)<br />ε) (ειδικά) ζώο για [[κυνήγι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. ανάγεται σε IE <i>m</i><i>ē</i><i>lo</i>- ή <i>sm</i><i>ē</i><i>lo</i> «μικρό ζώο» και συνδέεται άμεσα με αρχ. ιρλδ. <i>mil</i> «μικρό ζώο» [[αλλά]] και με αρμ. <i>mal</i> «[[πρόβατο]]». Με [[βάση]] τον ΙΕ τ. <i>sm</i><i>ē</i><i>lo</i>- το ελλ. [[μῆλον]] μπορεί να συνδεθεί με ΙΕ λ. με σημ. «[[μικρός]], [[λεπτός]]» ([[πρβλ]]. αρχ. άνω γερμ. <i>smal</i>, αγγλ. <i>small</i>). Η λ. ως β' συνθετικό απαντά με τη [[μορφή]] -<i>μηλος</i> και σε κύρια ον. ([[πρβλ]]. <i>Εύ</i>-<i>μηλος</i>, <i>Καλλί</i>-<i>μηλος</i>, <i>Πολύ</i>-<i>μηλος</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[μηλωτή]] (Ι)<br /><b>αρχ.</b><br />[[μηλάτης]], [[μήλειος]](ΙΙ), [[μηλίς]](ΙΙ), [[μηλίτης]](ΙΙ), [[μηλωτής]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[μηλολόνθη]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μηλιαυθμός]], [[μηλοβατώ]], [[μηλοβοσκός]], [[μηλόβοτος]], [[μηλογενής]], <i>μηλοδαΐκτας</i>, [[μηλοδόκος]], [[μηλοθύτης]], [[μηλόκερως]], [[μηλοκλόπος]], [[μηλοκόμος]], [[μηλοκτόνος]], [[μηλονόμης]], [[μηλονόμος]], [[μηλοσκόπος]], [[μηλοσόη]], [[μηλοσσόος]], [[μηλοσφάγος]], [[μηλοτρόφος]], [[μηλοφάγος]] (ΙΙ), [[μηλοφόνος]], [[μηλοφύλαξ]] (II). (Β' συνθετικό σε -<i>μηλος</i>) <b>αρχ.</b> [[δεξίμηλος]], [[εύμηλος]], [[φερέμηλος]], [[φιλόμηλος]], [[φυξίμηλος]]].
}}
}}

Revision as of 14:40, 23 August 2021

Greek Monolingual

(I)
το (ΑΜ μῆλον, Α δωρ. και αιολ. τ. μᾱλον)
βλ. μήλο.
(II)
μῆλον, βοιωτ. τ. μεῑλον, τὸ (Α)
1. πρόβατο ή αίγα («μὴ πού τις ἀτασθαλίῃσι κατιῇσιν ἢ βοῦν ἠέ τι μῆλον ἀποκτάνῃ», Ομ. Οδ.)
2. ταύρος
3. στον πληθ. α) αιγοπρόβατα
β) ποίμνιο
γ) αγέλη ζώων
δ) (γενικά) ζώα, σε αντιδιαστολή προς τους ανθρώπους («γαῖαν ἀνθρώποισι καὶ εὔφρονα μήλοις», Πίνδ.)
ε) (ειδικά) ζώο για κυνήγι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται σε IE mēlo- ή smēlo «μικρό ζώο» και συνδέεται άμεσα με αρχ. ιρλδ. mil «μικρό ζώο» αλλά και με αρμ. mal «πρόβατο». Με βάση τον ΙΕ τ. smēlo- το ελλ. μῆλον μπορεί να συνδεθεί με ΙΕ λ. με σημ. «μικρός, λεπτός» (πρβλ. αρχ. άνω γερμ. smal, αγγλ. small). Η λ. ως β' συνθετικό απαντά με τη μορφή -μηλος και σε κύρια ον. (πρβλ. Εύ-μηλος, Καλλί-μηλος, Πολύ-μηλος).
ΠΑΡ. μηλωτή (Ι)
αρχ.
μηλάτης, μήλειος(ΙΙ), μηλίς(ΙΙ), μηλίτης(ΙΙ), μηλωτής.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) μηλολόνθη
αρχ.
μηλιαυθμός, μηλοβατώ, μηλοβοσκός, μηλόβοτος, μηλογενής, μηλοδαΐκτας, μηλοδόκος, μηλοθύτης, μηλόκερως, μηλοκλόπος, μηλοκόμος, μηλοκτόνος, μηλονόμης, μηλονόμος, μηλοσκόπος, μηλοσόη, μηλοσσόος, μηλοσφάγος, μηλοτρόφος, μηλοφάγος (ΙΙ), μηλοφόνος, μηλοφύλαξ (II). (Β' συνθετικό σε -μηλος) αρχ. δεξίμηλος, εύμηλος, φερέμηλος, φιλόμηλος, φυξίμηλος].