μήνυτρον: Difference between revisions

From LSJ

Τοῦ ὅλου οὖν τῇ ἐπιθυμίᾳ καὶ διώξει ἔρως ὄνομα → Love is the name for our pursuit of wholeness, for our desire to be complete

Plato, Symposium, 192e10
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μήνυτρον]], τὸ (Α)<br /><b>συν. στον πληθ.</b> <i>τὰ μήνυτρα</i><br />α) χρηματικές αμοιβές για [[μήνυση]], [[δηλαδή]] για [[πληροφορία]] που δόθηκε<br />β) τα χρήματα που προσφέρονταν για τη [[σύλληψη]] επικηρυγμένου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μηνύω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τρον</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>κάλυπ</i>-<i>τρον</i>, <i>μέ</i>-<i>τρον</i>].
|mltxt=[[μήνυτρον]], τὸ (Α)<br /><b>συν. στον πληθ.</b> <i>τὰ μήνυτρα</i><br />α) χρηματικές αμοιβές για [[μήνυση]], [[δηλαδή]] για [[πληροφορία]] που δόθηκε<br />β) τα χρήματα που προσφέρονταν για τη [[σύλληψη]] επικηρυγμένου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μηνύω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τρον</i> ([[πρβλ]]. <i>κάλυπ</i>-<i>τρον</i>, <i>μέ</i>-<i>τρον</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 14:40, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μήνυτρον Medium diacritics: μήνυτρον Low diacritics: μήνυτρον Capitals: ΜΗΝΥΤΡΟΝ
Transliteration A: mḗnytron Transliteration B: mēnytron Transliteration C: minytron Beta Code: mh/nutron

English (LSJ)

τό, A reward for information, h.Merc.264, 364, PCair.Zen.489.9 (iii B. C.): in Att. only pl. μήνυτρα, Th.6.27, Phryn.Com.58, prob. in S.Ichn.81, etc.; μήνυτρα κεκηρυγμένα reward offered, And.1.40.

German (Pape)

[Seite 175] τό, Lohn für die Anzeige, H. h. Mer, . 264. 364; der auf die Entdeckung eines Verbrechens gesetzte Preis, μεγάλοις μηνύτροις δημοσίᾳ ἐζητοῦντο οἱ δράσαντες, Thuc. 6, 27; Andoc. 1, 27; Lys. 6, 43 u. Sp., wie Luc. Fugit. 29.

Greek (Liddell-Scott)

μήνῡτρον: τό, (μηνύω) ἀμοιβὴ ἐπὶ μηνύσει, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 264, 364· ― παρ’ Ἀττ. μόνον πληθ. μήνυτρα, Θουκ. 6. 27, Φρύνιχ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 2, κτλ.· μήνυτρα κηρύσσειν Ἀνδοκ. 6. 23· πρβλ. Böckh P. Ε. 1. 332.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
récompense à un dénonciateur.
Étymologie: μηνύω.

Greek Monolingual

μήνυτρον, τὸ (Α)
συν. στον πληθ. τὰ μήνυτρα
α) χρηματικές αμοιβές για μήνυση, δηλαδή για πληροφορία που δόθηκε
β) τα χρήματα που προσφέρονταν για τη σύλληψη επικηρυγμένου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηνύω + επίθημα -τρον (πρβλ. κάλυπ-τρον, μέ-τρον].

Greek Monotonic

μήνῡτρον: τό, τίμημα που καταβάλλεται για μια πληροφορία, αμοιβή, σε Ομηρ. Ύμν.· στην Αττ. μόνο πληθ.· μήνυτρα, σε Θουκ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

μήνῡτρον: τό тж. pl. награда за сообщение, плата за донос HH, Thuc. etc.

Middle Liddell

μήνῡτρον, ου, τό,
the price of information, reward, Hhymn.:—in attic only pl. μήνυτρα, Thuc., etc.