μαστίχα: Difference between revisions
οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
(24) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η, και [[μαστίχι]], το (AM [[μαστίχη]], Μ και [[μαστίχα]])<br /><b>βοτ.</b> αρωματική [[ρητίνη]] που λαμβάνεται ως [[έκκριμα]] από εντομές στον κορμό και στα κλαδιά του μαστιχόδεντρου και άλλων συγγενών [[φυτών]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> οινοπνευματώδες αρωματικό [[ποτό]] που περιέχει [[μαστίχα]]<br /><b>2.</b> ζαχαρόπηκτο [[παρασκεύασμα]] με [[μαστίχα]] για [[μάσημα]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[γλυκό]] του κουταλιού που περιέχει [[μαστίχα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[μαστίχη]] (αρχ. «[[ουσία]] που μασάει [[κανείς]] με τα δόντια») [[είναι]] υποχωρητ. [[σχηματισμός]] από το ρ. <i>μαστιχῶ</i> «[[τρίζω]] τα δόντια», συνεκδ. «[[μασώ]]». Ο τ. <i>μαστίχ</i>-<i>α</i> μεταπλασμένος τ. του <i>μαστίχ</i>-<i>η</i> [[κατά]] τα θηλ. σε -<i>α</i> ( | |mltxt=η, και [[μαστίχι]], το (AM [[μαστίχη]], Μ και [[μαστίχα]])<br /><b>βοτ.</b> αρωματική [[ρητίνη]] που λαμβάνεται ως [[έκκριμα]] από εντομές στον κορμό και στα κλαδιά του μαστιχόδεντρου και άλλων συγγενών [[φυτών]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> οινοπνευματώδες αρωματικό [[ποτό]] που περιέχει [[μαστίχα]]<br /><b>2.</b> ζαχαρόπηκτο [[παρασκεύασμα]] με [[μαστίχα]] για [[μάσημα]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[γλυκό]] του κουταλιού που περιέχει [[μαστίχα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[μαστίχη]] (αρχ. «[[ουσία]] που μασάει [[κανείς]] με τα δόντια») [[είναι]] υποχωρητ. [[σχηματισμός]] από το ρ. <i>μαστιχῶ</i> «[[τρίζω]] τα δόντια», συνεκδ. «[[μασώ]]». Ο τ. <i>μαστίχ</i>-<i>α</i> μεταπλασμένος τ. του <i>μαστίχ</i>-<i>η</i> [[κατά]] τα θηλ. σε -<i>α</i> ([[πρβλ]]. [[βελόνη]] - [[βελόνα]], [[καλύβη]] - [[καλύβα]] <b>κ.ά.</b>)]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:45, 23 August 2021
Greek Monolingual
η, και μαστίχι, το (AM μαστίχη, Μ και μαστίχα)
βοτ. αρωματική ρητίνη που λαμβάνεται ως έκκριμα από εντομές στον κορμό και στα κλαδιά του μαστιχόδεντρου και άλλων συγγενών φυτών
νεοελλ.
1. οινοπνευματώδες αρωματικό ποτό που περιέχει μαστίχα
2. ζαχαρόπηκτο παρασκεύασμα με μαστίχα για μάσημα
νεοελλ.-μσν.
γλυκό του κουταλιού που περιέχει μαστίχα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μαστίχη (αρχ. «ουσία που μασάει κανείς με τα δόντια») είναι υποχωρητ. σχηματισμός από το ρ. μαστιχῶ «τρίζω τα δόντια», συνεκδ. «μασώ». Ο τ. μαστίχ-α μεταπλασμένος τ. του μαστίχ-η κατά τα θηλ. σε -α (πρβλ. βελόνη - βελόνα, καλύβη - καλύβα κ.ά.)].