μαλάζω: Difference between revisions

From LSJ

οἴνῳ τὸν οἶνον ἐξελαύνεινchase out the wine with wine, take a hair of the dog that bit you, try to drive out the wine with wine

Source
m (Text replacement - "οῡται" to "οῦται")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[μαλάσσω]] (AM [[μαλάσσω]], Α αττ. τ. μαλάττω)<br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] μαλακό τρίβοντάς το με το [[χέρι]] ή με [[μηχανή]]<br /><b>2.</b> (σχετικά με [[μέταλλο]]) [[καθιστώ]] επεξεργάσιμο, [[μαλακώνω]] («ὁ [[σίδηρος]] ἐν τῷ πυρὶ μαλασσόμενος [[αὖθις]] ὑπὸ ψυχροῡ πυκνοῦται», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[καταπραΰνω]], [[κατευνάζω]], [[ηρεμώ]] (α. «με τα [[λόγια]] του μάλαξε την [[καρδιά]] μου» β. «ἐκ τῆς σκληροκαρδίας του μαλάσσεται [[μεγάλως]]», Λίβ. Ρόδ.<br />γ. «μαλάττειν τὸ τῆς φύσεως σκληρόν», <b>Πολ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[παρασκευάζω]] [[κάτι]] ανακατώνοντάς το με τα χέρια, [[ζυμώνω]] («[[μαλάζω]] το [[ζυμάρι]]»)<br /><b>2.</b> (σχετικά με εδώδιμα) [[μιαίνω]], [[μαγαρίζω]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[αγγίζω]] με τα δάχτυλα, [[ψηλαφώ]]<br /><b>2.</b> (σχετικά με ερωτικές περιπτύξεις) [[χαϊδολογώ]], [[πασπατεύω]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[χειρίζομαι]] [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[σκέπτομαι]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[ελαφρύνω]], [[ανακουφίζω]] («[[χρόνος]] μαλάξει σ' [[οὐδέν]] ἐσθ' ὁ κατθανών», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καταβάλλω]], [[νικώ]], [[δέρνω]] (α. «ὡς ἐὰν νυνὶ μαλάξῃς αὐτὸν ἐν τῇ προσβολῇ, δειλὸν εὑρήσεις», <b>Αριστοφ.</b><br />β. «ἀνδρῶν ἐσθλῶν [[στέρνον]] οὐ μαλάσσεται», <b>Στοβ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>μαλάσσομαι</i><br />(για τον πυρετό) ελαττώνομαι, [[πέφτω]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «μαλάττομαι νόσου» — θεραπεύομαι, γιατρεύομαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[μαλάσσω]] (<span style="color: red;"><</span> <i>μαλάκ</i>-<i>jω</i>) <span style="color: red;"><</span> [[μαλακός]]. Το ρ. [[μαλάζω]] μεταπλασμένος τ. του [[μαλάσσω]], [[κατά]] τα ρ. σε -<i>ζω</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[αλλάσσω]]: [[αλλάζω]])].
|mltxt=και [[μαλάσσω]] (AM [[μαλάσσω]], Α αττ. τ. μαλάττω)<br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] μαλακό τρίβοντάς το με το [[χέρι]] ή με [[μηχανή]]<br /><b>2.</b> (σχετικά με [[μέταλλο]]) [[καθιστώ]] επεξεργάσιμο, [[μαλακώνω]] («ὁ [[σίδηρος]] ἐν τῷ πυρὶ μαλασσόμενος [[αὖθις]] ὑπὸ ψυχροῡ πυκνοῦται», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[καταπραΰνω]], [[κατευνάζω]], [[ηρεμώ]] (α. «με τα [[λόγια]] του μάλαξε την [[καρδιά]] μου» β. «ἐκ τῆς σκληροκαρδίας του μαλάσσεται [[μεγάλως]]», Λίβ. Ρόδ.<br />γ. «μαλάττειν τὸ τῆς φύσεως σκληρόν», <b>Πολ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[παρασκευάζω]] [[κάτι]] ανακατώνοντάς το με τα χέρια, [[ζυμώνω]] («[[μαλάζω]] το [[ζυμάρι]]»)<br /><b>2.</b> (σχετικά με εδώδιμα) [[μιαίνω]], [[μαγαρίζω]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[αγγίζω]] με τα δάχτυλα, [[ψηλαφώ]]<br /><b>2.</b> (σχετικά με ερωτικές περιπτύξεις) [[χαϊδολογώ]], [[πασπατεύω]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[χειρίζομαι]] [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[σκέπτομαι]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[ελαφρύνω]], [[ανακουφίζω]] («[[χρόνος]] μαλάξει σ' [[οὐδέν]] ἐσθ' ὁ κατθανών», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καταβάλλω]], [[νικώ]], [[δέρνω]] (α. «ὡς ἐὰν νυνὶ μαλάξῃς αὐτὸν ἐν τῇ προσβολῇ, δειλὸν εὑρήσεις», <b>Αριστοφ.</b><br />β. «ἀνδρῶν ἐσθλῶν [[στέρνον]] οὐ μαλάσσεται», <b>Στοβ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>μαλάσσομαι</i><br />(για τον πυρετό) ελαττώνομαι, [[πέφτω]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «μαλάττομαι νόσου» — θεραπεύομαι, γιατρεύομαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[μαλάσσω]] (<span style="color: red;"><</span> <i>μαλάκ</i>-<i>jω</i>) <span style="color: red;"><</span> [[μαλακός]]. Το ρ. [[μαλάζω]] μεταπλασμένος τ. του [[μαλάσσω]], [[κατά]] τα ρ. σε -<i>ζω</i> ([[πρβλ]]. [[αλλάσσω]]: [[αλλάζω]])].
}}
}}

Revision as of 14:45, 23 August 2021

Greek Monolingual

και μαλάσσω (AM μαλάσσω, Α αττ. τ. μαλάττω)
1. κάνω κάτι μαλακό τρίβοντάς το με το χέρι ή με μηχανή
2. (σχετικά με μέταλλο) καθιστώ επεξεργάσιμο, μαλακώνω («ὁ σίδηρος ἐν τῷ πυρὶ μαλασσόμενος αὖθις ὑπὸ ψυχροῡ πυκνοῦται», Πλούτ.)
3. καταπραΰνω, κατευνάζω, ηρεμώ (α. «με τα λόγια του μάλαξε την καρδιά μου» β. «ἐκ τῆς σκληροκαρδίας του μαλάσσεται μεγάλως», Λίβ. Ρόδ.
γ. «μαλάττειν τὸ τῆς φύσεως σκληρόν», Πολ.)
νεοελλ.
1. παρασκευάζω κάτι ανακατώνοντάς το με τα χέρια, ζυμώνωμαλάζω το ζυμάρι»)
2. (σχετικά με εδώδιμα) μιαίνω, μαγαρίζω
νεοελλ.-μσν.
1. αγγίζω με τα δάχτυλα, ψηλαφώ
2. (σχετικά με ερωτικές περιπτύξεις) χαϊδολογώ, πασπατεύω
μσν.
1. χειρίζομαι κάτι
2. σκέπτομαι
μσν.-αρχ.
ελαφρύνω, ανακουφίζωχρόνος μαλάξει σ' οὐδέν ἐσθ' ὁ κατθανών», Ευρ.)
αρχ.
1. καταβάλλω, νικώ, δέρνω (α. «ὡς ἐὰν νυνὶ μαλάξῃς αὐτὸν ἐν τῇ προσβολῇ, δειλὸν εὑρήσεις», Αριστοφ.
β. «ἀνδρῶν ἐσθλῶν στέρνον οὐ μαλάσσεται», Στοβ.)
2. παθ. μαλάσσομαι
(για τον πυρετό) ελαττώνομαι, πέφτω
3. φρ. «μαλάττομαι νόσου» — θεραπεύομαι, γιατρεύομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. μαλάσσω (< μαλάκ-) < μαλακός. Το ρ. μαλάζω μεταπλασμένος τ. του μαλάσσω, κατά τα ρ. σε -ζω (πρβλ. αλλάσσω: αλλάζω)].