μισθοδότης: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[μισθοδότης]])<br />αυτός που δίνει [[μισθό]] σε άλλους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μισθός]] <span style="color: red;">+</span> -[[δότης]] (<span style="color: red;"><</span> [[δότης]] <span style="color: red;"><</span> [[δίδωμι]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αιμο</i>-[[δότης]].
|mltxt=ο (Α [[μισθοδότης]])<br />αυτός που δίνει [[μισθό]] σε άλλους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μισθός]] <span style="color: red;">+</span> -[[δότης]] (<span style="color: red;"><</span> [[δότης]] <span style="color: red;"><</span> [[δίδωμι]]), [[πρβλ]]. <i>αιμο</i>-[[δότης]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 15:17, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μισθοδότης Medium diacritics: μισθοδότης Low diacritics: μισθοδότης Capitals: ΜΙΣΘΟΔΟΤΗΣ
Transliteration A: misthodótēs Transliteration B: misthodotēs Transliteration C: misthodotis Beta Code: misqodo/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, A paymaster, Pl.R.463b, X.An.1.3.9, Aeschin.3.218, Plb.6.21.5, etc.

German (Pape)

[Seite 190] ὁ, der Lohngebende, Lohnherr; Plat. Rep. V, 463 b Xen. An. 1, 3, 9 u. Folgde; Pol. 2, 44, 3 u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

μισθοδότης: -ου, ὁ, ὁ πληρώνων μισθούς, ὁ πληρωτὴς τῶν μισθῶν, Πλάτ. Πολ. 463Β, Ξεν. Ἀν. 1. 3, 9, Αἰσχίν. 85. 10, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
celui qui donne un salaire, une solde.
Étymologie: μισθός, δίδωμι.

Greek Monolingual

ο (Α μισθοδότης)
αυτός που δίνει μισθό σε άλλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισθός + -δότης (< δότης < δίδωμι), πρβλ. αιμο-δότης.

Greek Monotonic

μισθοδότης: -ου, ὁ, αυτός που καταβάλλει μισθούς, που του έχει ανατεθεί η πληρωμή των μισθών, σε Πλάτ., Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

μισθοδότης: ου ὁ выплачивающий жалованье, работодатель, наниматель Xen., Plat., Aeschin., Plut.

Middle Liddell

μισθο-δότης, ου, ὁ,
one who pays wages, a paymaster, Plat., Xen.