χρυσεόδμητος: Difference between revisions

From LSJ

κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και δ. γρφ. [[χρυσεόκμητος]], -ον, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) οικοδομημένος ή, γενικά, κατασκευασμένος από χρυσό («χρυσεοδμήτοισιν ὅρμοις», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[χρυσεόδμητος]] <span style="color: red;"><</span> <i>χρυσεο</i>- (<b>βλ. λ.</b> <i>χρυσ</i>[[ο]]-) <span style="color: red;">+</span> -<i>δμητος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δέμω]] «[[κατασκευάζω]], [[οικοδομώ]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>νεό</i>-<i>δμητος</i>, ενώ ο τ. [[χρυσεόκμητος]] με β' συνθετικό -<i>κμητος</i> <span style="color: red;"><</span> [[κάμνω]] «[[κάνω]], φτειάχνω», (<b>[[πρβλ]].</b> <i>σιδηρό</i>-<i>κμητος</i>)].
|mltxt=και δ. γρφ. [[χρυσεόκμητος]], -ον, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) οικοδομημένος ή, γενικά, κατασκευασμένος από χρυσό («χρυσεοδμήτοισιν ὅρμοις», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[χρυσεόδμητος]] <span style="color: red;"><</span> <i>χρυσεο</i>- (<b>βλ. λ.</b> <i>χρυσ</i>[[ο]]-) <span style="color: red;">+</span> -<i>δμητος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δέμω]] «[[κατασκευάζω]], [[οικοδομώ]]»), [[πρβλ]]. <i>νεό</i>-<i>δμητος</i>, ενώ ο τ. [[χρυσεόκμητος]] με β' συνθετικό -<i>κμητος</i> <span style="color: red;"><</span> [[κάμνω]] «[[κάνω]], φτειάχνω», ([[πρβλ]]. <i>σιδηρό</i>-<i>κμητος</i>)].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 15:30, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρῡσεόδμητος Medium diacritics: χρυσεόδμητος Low diacritics: χρυσεόδμητος Capitals: ΧΡΥΣΕΟΔΜΗΤΟΣ
Transliteration A: chryseódmētos Transliteration B: chryseodmētos Transliteration C: chryseodmitos Beta Code: xruseo/dmhtos

English (LSJ)

ον, A built or formed of gold, A.Ch. 617 (lyr., but Herm. χρυσεοκμήτοισι, gold-wrought).

German (Pape)

[Seite 1379] l. d. für χρυσεόκμητος.

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσεόδμητος: -ον, ᾠκοδομημένος ἢ κατεσκευασμένος ἐκ χρυσοῦ, Αἰσχύλ. Χο. 616 ἔνθα ὁ Ἕρμανν. χρυσεοκμήτοισι, ἐκ χρυσοῦ πεποιημένοις.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
fait litt. bâti d’or.
Étymologie: χρυσός, δέμω.

Greek Monolingual

και δ. γρφ. χρυσεόκμητος, -ον, Α
(ποιητ. τ.) οικοδομημένος ή, γενικά, κατασκευασμένος από χρυσό («χρυσεοδμήτοισιν ὅρμοις», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. χρυσεόδμητος < χρυσεο- (βλ. λ. χρυσο-) + -δμητος (< δέμω «κατασκευάζω, οικοδομώ»), πρβλ. νεό-δμητος, ενώ ο τ. χρυσεόκμητος με β' συνθετικό -κμητος < κάμνω «κάνω, φτειάχνω», (πρβλ. σιδηρό-κμητος)].

Greek Monotonic

χρῡσεόδμητος: -ον, κατασκευασμένος από χρυσό, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

χρῡσεόδμητος: v. l. χρῡσεό-κμητος 2 сделанный из золота (ὅρμοι Aesch.).

Middle Liddell

χρῡσεό-δμητος, ον,
formed of gold, Aesch.