μοιμύλλω: Difference between revisions

From LSJ

ὅτι τίς ὁ ἄνθρωπος, ὃς ἐπελεύσεται ὀπίσω τῆς βουλῆς τὰ ὅσα ἐποίησεν αὐτήν; (Ecclesiastes 2:12, LXX version) → for who is the man who, after following his own plan, will find wisdom (in) everything he has done?

Source
m (Text replacement - " s.v. " to " s.v. ")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μοιμύλλω]] και μοιμυλλῶ, -άω (Α)<br /><b>1.</b> [[μοιμυώ]]<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[θηλάζω]], [[εσθίω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μύλλω]] «[[συντρίβω]], [[αλέθω]]» με εκφραστικό διπλασιασμό <i>μοι</i>- (<span style="color: red;"><</span> <i>μολμύλλω</i> με ανομοιωτική [[τροπή]] του -<i>λ</i>- σε -<i>ι</i>-, <b>[[πρβλ]].</b> <i>δαι</i>-<i>δάλλω</i> <span style="color: red;"><</span> <i>δαλ</i>-<i>δάλλω</i>)].
|mltxt=[[μοιμύλλω]] και μοιμυλλῶ, -άω (Α)<br /><b>1.</b> [[μοιμυώ]]<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[θηλάζω]], [[εσθίω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μύλλω]] «[[συντρίβω]], [[αλέθω]]» με εκφραστικό διπλασιασμό <i>μοι</i>- (<span style="color: red;"><</span> <i>μολμύλλω</i> με ανομοιωτική [[τροπή]] του -<i>λ</i>- σε -<i>ι</i>-, [[πρβλ]]. <i>δαι</i>-<i>δάλλω</i> <span style="color: red;"><</span> <i>δαλ</i>-<i>δάλλω</i>)].
}}
}}
{{etym
{{etym
|etymtx=See also: s. [[μύλλω]], [[sub verbo|s.v.]] [[μύλη]]
|etymtx=See also: s. [[μύλλω]], [[sub verbo|s.v.]] [[μύλη]]
}}
}}

Revision as of 15:30, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μοιμύλλω Medium diacritics: μοιμύλλω Low diacritics: μοιμύλλω Capitals: ΜΟΙΜΥΛΛΩ
Transliteration A: moimýllō Transliteration B: moimyllō Transliteration C: moimyllo Beta Code: moimu/llw

English (LSJ)

A = θηλάζω, ἐσθίω, Hsch.; = μοιμυάω, Com.Adesp.1080, Hsch., Phot.; hence restored ( = eat) in Hippon.80.

Greek Monolingual

μοιμύλλω και μοιμυλλῶ, -άω (Α)
1. μοιμυώ
2. (κατά τον Ησύχ.) θηλάζω, εσθίω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύλλω «συντρίβω, αλέθω» με εκφραστικό διπλασιασμό μοι- (< μολμύλλω με ανομοιωτική τροπή του -λ- σε -ι-, πρβλ. δαι-δάλλω < δαλ-δάλλω)].

Frisk Etymological English

See also: s. μύλλω, s.v. μύλη