χρυσοχίτων: Difference between revisions
τὰ ἐς τὴν κοιλίην ἀποκρινόμενα → gastric secretions
m (Text replacement - "ί˘" to "ῐ́") |
|||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ωνος, ὁ, ἡ, ΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που φορεί χρυσό χιτώνα («Λυδοὶ χρυσοχίτωνες», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που έχει [[επιφάνεια]] η οποία χρυσίζει (α. «πέρκην... [[χρυσοχίτων]]' ἐλάην», Φίλιππ. Θεσσ.<br />β. «[[χρυσοχίτων]] [[αἴθουσα]]», Παύλ. Σιλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χρυσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>χίτων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χιτών]], -<i>ῶνος</i>), | |mltxt=-ωνος, ὁ, ἡ, ΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που φορεί χρυσό χιτώνα («Λυδοὶ χρυσοχίτωνες», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που έχει [[επιφάνεια]] η οποία χρυσίζει (α. «πέρκην... [[χρυσοχίτων]]' ἐλάην», Φίλιππ. Θεσσ.<br />β. «[[χρυσοχίτων]] [[αἴθουσα]]», Παύλ. Σιλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χρυσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>χίτων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χιτών]], -<i>ῶνος</i>), [[πρβλ]]. <i>σιδηρο</i>-<i>χίτων</i>]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 15:35, 23 August 2021
English (LSJ)
[ῐ], ωνος, ὁ, ἡ, A in coat of gold, gold-robed, θήβα Pi.Fr.195; Λυδοί Pisand. ap. Lyd.Mag.3.64; with rind of gold, ἐλάη AP6.102 (Phil.).
German (Pape)
[Seite 1383] ωνος, mit, in goldenem Kleide, goldener Schaale, Rinde; Θήβα Pind. frg. 207; ἐλάη Philp. Thess. 20 (VI, 102).
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσοχίτων: [ῐ], ωνος, ὁ χρυσοῦν περιβεβλημένος χιτῶνα, Θήβη Πινδ. Ἀποσπ. 207· ἔχων φλοιὸν χρυσοῦν ἢ χρυσίζοντα, ἐλάη Ἀνθ. Π. 6. 102.
French (Bailly abrégé)
ωνος (ὁ, ἡ)
1 à la tunique d’or;
2 à l’écorce d’or ou d’un jaune d’or.
Étymologie: χρυσός, χιτών.
English (Slater)
χρῡσοχῐτων
1 with golden tunic εὐάρματε χρυσοχίτων ἱερώτατον ἄγαλμα, Θήβα fr. 195.
Greek Monolingual
-ωνος, ὁ, ἡ, ΜΑ
1. αυτός που φορεί χρυσό χιτώνα («Λυδοὶ χρυσοχίτωνες», Πίνδ.)
2. μτφ. αυτός που έχει επιφάνεια η οποία χρυσίζει (α. «πέρκην... χρυσοχίτων' ἐλάην», Φίλιππ. Θεσσ.
β. «χρυσοχίτων αἴθουσα», Παύλ. Σιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -χίτων (< χιτών, -ῶνος), πρβλ. σιδηρο-χίτων].
Greek Monotonic
χρῡσοχίτων: [ῐ], -ωνος, ὁ, ἡ, αυτός που φορά χρυσό χιτώνα, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
χρῡσοχίτων: ωνος (ῐ) adj.
1) в златотканной одежде (Θήβα Pind.);
2) с золотистой корой или листвой (ἐλάη Anth.).