χυτρεοῦς: Difference between revisions
From LSJ
Τὸ γὰρ περισσὰ πράσσειν οὐκ ἔχει νοῦν οὐδένα → There is no sense in doing things beyond the usual measure
m (Text replacement - " , " to ", ") |
|||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ᾱ, -οῦν, Α<br /><b>1.</b> [[πήλινος]] («χυτρεοῦν | |mltxt=-ᾱ, -οῦν, Α<br /><b>1.</b> [[πήλινος]] («χυτρεοῦν | ||
... θεόν», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> (σε σχόλ. κώδ.) «χυτρεοῡς<br />ὁ τροχὸς ἐν ᾧ ἐργάζονται τὰς χύτρας».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χύτρα]] ( | ... θεόν», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> (σε σχόλ. κώδ.) «χυτρεοῡς<br />ὁ τροχὸς ἐν ᾧ ἐργάζονται τὰς χύτρας».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χύτρα]] ([[πρβλ]]. <i>κεραμ</i>-<i>εοῦς</i>: [[κέραμος]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 15:45, 23 August 2021
English (LSJ)
οῦν, A of earthenware, Ar.Nu. 1474.
German (Pape)
[Seite 1385] ᾶ, οῦν, = Vorigem; θεός Ar. Nub. 1457; Poll. 10, 30. 67.
Greek (Liddell-Scott)
χυτρεοῦς: οῦν, πήλινος, Ἀριστοφ. Νεφ. 1474· ― ὁ τύπος χύτρεος, συνῃρ. -οῦς, κατακρίνεται ὑπὸ τοῦ Πόρσ. εἰς Εὐρ. Μήδ. 675· πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύν. 147.
French (Bailly abrégé)
ῆ, οῦν :
de pot de terre, de poterie, p. ext. d’argile.
Étymologie: χύτρα.
Greek Monolingual
-ᾱ, -οῦν, Α
1. πήλινος («χυτρεοῦν
... θεόν», Αριστοφ.)
2. (σε σχόλ. κώδ.) «χυτρεοῡς
ὁ τροχὸς ἐν ᾧ ἐργάζονται τὰς χύτρας».
[ΕΤΥΜΟΛ. < χύτρα (πρβλ. κεραμ-εοῦς: κέραμος)].
Greek Monotonic
χυτρεοῦς: -οῦν (χύτρα), πήλινος, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
χυτρεοῦς: глиняный (θεός Arph.).
Middle Liddell
χύτρα
of earthenware, Ar.