ἐπίπολος: Difference between revisions

From LSJ

Τραφὲν ὄρεσι καὶ φάραγξιν ἀγρίαις, κήρυξ πέφυκα τῆς λόγου ὑμνῳδίας. Φωνήν μὲν οὐκ ἔναρθρον, εὔηχον δ' ἔχω (Byzantine riddle) → Raised in the mountains and wild ravines, I have become the herald of hymns that are sung. I have no articulate voice...

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπίπολος]], -ον (Α)<br />[[ακόλουθος]], [[σύντροφος]], [[υπηρέτης]] («σὺ μὲν ἐμὸς [[ἐπίπολος]] ἔτι [[μόνιμος]]», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>πoλος</i> <span style="color: red;"><</span> [[πέλομαι]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[αιπόλος]], [[ακροπόλος]], [[ονειροπόλος]] <b>κ.ά.</b>)].
|mltxt=[[ἐπίπολος]], -ον (Α)<br />[[ακόλουθος]], [[σύντροφος]], [[υπηρέτης]] («σὺ μὲν ἐμὸς [[ἐπίπολος]] ἔτι [[μόνιμος]]», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>πoλος</i> <span style="color: red;"><</span> [[πέλομαι]] ([[πρβλ]]. [[αιπόλος]], [[ακροπόλος]], [[ονειροπόλος]] <b>κ.ά.</b>)].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 16:00, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίπολος Medium diacritics: ἐπίπολος Low diacritics: επίπολος Capitals: ΕΠΙΠΟΛΟΣ
Transliteration A: epípolos Transliteration B: epipolos Transliteration C: epipolos Beta Code: e)pi/polos

English (LSJ)

ὁ, A = πρόσπολος, companion, S.OT1322 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 972] = πρόσπολος, Soph. O. R. 1323.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίπολος: ον = πρόσπολος, σύντροφος, Σοφ. Ο. Τ. 1322.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
compagnon.
Étymologie: ἐπί, πέλομαι.

Greek Monolingual

ἐπίπολος, -ον (Α)
ακόλουθος, σύντροφος, υπηρέτης («σὺ μὲν ἐμὸς ἐπίπολος ἔτι μόνιμος», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -πoλος < πέλομαι (πρβλ. αιπόλος, ακροπόλος, ονειροπόλος κ.ά.)].

Greek Monotonic

ἐπίπολος: -ον (πολέω), = πρόσπολος, σύντροφος, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπίπολος: ὁ спутник, помощник (μόνιμος Soph.).

Middle Liddell

ἐπίπολος, ον πολέω = πρόσπολος,]
a companion, Soph.