ἰσόσταθμος: Difference between revisions
Δύσμορφος εἴην μᾶλλον ἢ καλὸς κακός → Turpi forma esse malim, quam pulcher malus → Ach, wär ich lieber missgeformt als schön und schlecht
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ἰσόσταθμος]], -ον)<br />αυτός που έχει ίσο [[βάρος]] με [[κάτι]] [[άλλο]], [[ισοβαρής]], [[ισοζυγής]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) <i>ἰσόσταθμα</i><br />α) με το ίδιο [[βάρος]], ισοβαρώς<br />β) συμμετρικά<br /><b>2.</b> αυτός που έχει το ίδιο ύψος με κάποιον [[άλλο]], ο [[ισοϋψής]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ισόσταθμα</i> (Α <i>ἰσοστάθμως</i>)<br />με την [[ίδια]] [[αναλογία]], [[εξίσου]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>σταθμος</i> <span style="color: red;"><</span> [[σταθμός]] «[[ζυγός]]» ( | |mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ἰσόσταθμος]], -ον)<br />αυτός που έχει ίσο [[βάρος]] με [[κάτι]] [[άλλο]], [[ισοβαρής]], [[ισοζυγής]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) <i>ἰσόσταθμα</i><br />α) με το ίδιο [[βάρος]], ισοβαρώς<br />β) συμμετρικά<br /><b>2.</b> αυτός που έχει το ίδιο ύψος με κάποιον [[άλλο]], ο [[ισοϋψής]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ισόσταθμα</i> (Α <i>ἰσοστάθμως</i>)<br />με την [[ίδια]] [[αναλογία]], [[εξίσου]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>σταθμος</i> <span style="color: red;"><</span> [[σταθμός]] «[[ζυγός]]» ([[πρβλ]]. [[αντί]]-<i>σταθμος</i>, <i>σύ</i>-<i>σταθμος</i>)]. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:15, 23 August 2021
English (LSJ)
ον, A equal in weight, Dsc.1.44, Orib.Fr.106, App.Sic.3; even, σφυγμός [Gal.]19.641; gloss on σύσταθμος, ib.143:—also ἰσο-σταθμής, ές, Ptol.Tetr.98.
German (Pape)
[Seite 1267] gleich wiegend, gleich schwer, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσόσταθμος: -ον, ἔχων ἴσον βάρος, Διοσκ. 1. 54· ἴσος, κανονικός, σφυγμὸς Γαλην. 7. 336.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ ἰσόσταθμος, -ον)
αυτός που έχει ίσο βάρος με κάτι άλλο, ισοβαρής, ισοζυγής
μσν.
1. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ἰσόσταθμα
α) με το ίδιο βάρος, ισοβαρώς
β) συμμετρικά
2. αυτός που έχει το ίδιο ύψος με κάποιον άλλο, ο ισοϋψής.
επίρρ...
ισόσταθμα (Α ἰσοστάθμως)
με την ίδια αναλογία, εξίσου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -σταθμος < σταθμός «ζυγός» (πρβλ. αντί-σταθμος, σύ-σταθμος)].