ἰσόγαιος: Difference between revisions
ὥστε πλείους ἢ χιλίας ἱεροδούλους ἐκέκτητο ἑταίρας → it owned more than a thousand temple-slaves, courtesans
m (Text replacement - "αῑα" to "αῖα") |
Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἰσόγαιος]], -ον, Α αττ. τ. [[ἰσόγεως]], -ων και <b>επιγρ.</b> ἰσόγειως, -ων (ΑΜ)<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται στην [[ίδια]] [[επιφάνεια]] με τη γη «τὰς γὰρ θαλὰσσας ἰσογαίους καὶ ἰσοπέδους [[οἶδα]]», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> (ο αττ. τ.) [[ἰσόγεως]]<br />στο ίδιο ύψος με το [[έδαφος]], [[ισόγειος]], [[ισόπεδος]] («τέμνειν ἰσόγεων», Θεόφρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>γαιος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>γαῖα</i>), | |mltxt=[[ἰσόγαιος]], -ον, Α αττ. τ. [[ἰσόγεως]], -ων και <b>επιγρ.</b> ἰσόγειως, -ων (ΑΜ)<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται στην [[ίδια]] [[επιφάνεια]] με τη γη «τὰς γὰρ θαλὰσσας ἰσογαίους καὶ ἰσοπέδους [[οἶδα]]», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> (ο αττ. τ.) [[ἰσόγεως]]<br />στο ίδιο ύψος με το [[έδαφος]], [[ισόγειος]], [[ισόπεδος]] («τέμνειν ἰσόγεων», Θεόφρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>γαιος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>γαῖα</i>), [[πρβλ]]. <i>μεσό</i>-<i>γαιος</i>, <i>φιλό</i>-<i>γαιος</i>]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 16:20, 23 August 2021
English (LSJ)
ον, A of equal height in relation to the land, θάλασσαι Luc. Ner.5: Att. ἰσογέως, even with the ground, τέμνειν ἰσόγεων Thphr.CP 3.7.3:—written ἰσογείως, IG22.1665 (iv B.C.).
German (Pape)
[Seite 1264] dem Lande gleich, θάλασσα Luc. Ner. 5.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσόγαιος: -ον, ἴσος μὲ τὴν γῆν, Λουκ. Νέρ. 5· Ἀττ. ἰσόγεως, τέμνειν ἰσόγεων, ἴσα μὲ τὴν γῆν, ἕως εἰς τὴν γῆν, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 7, 3.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui est au niveau de la terre.
Étymologie: ἴσος, γαῖα.
Greek Monolingual
ἰσόγαιος, -ον, Α αττ. τ. ἰσόγεως, -ων και επιγρ. ἰσόγειως, -ων (ΑΜ)
1. αυτός που βρίσκεται στην ίδια επιφάνεια με τη γη «τὰς γὰρ θαλὰσσας ἰσογαίους καὶ ἰσοπέδους οἶδα», Πλούτ.)
2. (ο αττ. τ.) ἰσόγεως
στο ίδιο ύψος με το έδαφος, ισόγειος, ισόπεδος («τέμνειν ἰσόγεων», Θεόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -γαιος (< γαῖα), πρβλ. μεσό-γαιος, φιλό-γαιος].
Greek Monotonic
ἰσόγαιος: -ον (γαῖα), ίσος με τη γη, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἰσόγαιος: находящийся вровень с землей (θάλασσα Luc.).