εύωρος: Difference between revisions

From LSJ

Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνονAnaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[εὔωρος]], -ον (Α)<br />[[αμελής]], [[αδιάφορος]] για [[κάτι]]<br /><b>2.</b> ώριμος («[[εὔωρος]] γάμου», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που βρίσκεται σε [[ευωρία]], σε ωραία [[εποχή]], σε καλή ώρα<br /><b>4.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[εὔωρος]] γῆ, ἡ τὰ [[ὡραία]] ἔχουσα», [[καρποφόρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>εύ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>ὤρα</i> «[[φροντίδα]]» ([[πρβλ]]. <i>ολίγ</i>-<i>ωρος</i>)].<br /><b>(II)</b><br />[[εὔωρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> ώριμος («[[εὔωρος]] γάμου», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που βρίσκεται σε ωραία [[εποχή]], σε καλή ώρα<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[εὔωρος]] γῆ, ἡ τὰ ὡραῖα ἔχουσα», [[καρποφόρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>εύ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ωρος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ώρα</i>), [[πρβλ]]. <i>ά</i>-<i>ωρος</i>, <i>πρό</i>-<i>ωρος</i>].
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[εὔωρος]], -ον (Α)<br />[[αμελής]], [[αδιάφορος]] για [[κάτι]]<br /><b>2.</b> ώριμος («[[εὔωρος]] γάμου», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που βρίσκεται σε [[ευωρία]], σε ωραία [[εποχή]], σε καλή ώρα<br /><b>4.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[εὔωρος]] γῆ, ἡ τὰ [[ὡραία]] ἔχουσα», [[καρποφόρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>εύ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>ὤρα</i> «[[φροντίδα]]» ([[πρβλ]]. <i>ολίγ</i>-<i>ωρος</i>)].<br /><b>(II)</b><br />[[εὔωρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> ώριμος («[[εὔωρος]] γάμου», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που βρίσκεται σε ωραία [[εποχή]], σε καλή ώρα<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[εὔωρος]] γῆ, ἡ τὰ ὡραῖα ἔχουσα», [[καρποφόρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>εύ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ωρος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ώρα</i>), [[πρβλ]]. [[άωρος]], [[πρόωρος]]].
}}
}}

Revision as of 17:36, 23 August 2021

Greek Monolingual

(I)
εὔωρος, -ον (Α)
αμελής, αδιάφορος για κάτι
2. ώριμος («εὔωρος γάμου», Σοφ.)
3. αυτός που βρίσκεται σε ευωρία, σε ωραία εποχή, σε καλή ώρα
4. (κατά τον Ησύχ.) «εὔωρος γῆ, ἡ τὰ ὡραία ἔχουσα», καρποφόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εύ + ὤρα «φροντίδα» (πρβλ. ολίγ-ωρος)].
(II)
εὔωρος, -ον (Α)
1. ώριμος («εὔωρος γάμου», Σοφ.)
2. αυτός που βρίσκεται σε ωραία εποχή, σε καλή ώρα
3. (κατά τον Ησύχ.) «εὔωρος γῆ, ἡ τὰ ὡραῖα ἔχουσα», καρποφόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εύ + -ωρος (< ώρα), πρβλ. άωρος, πρόωρος].