εὐχαλίνωτος: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → Mulier familiae pestis est, mulier salusBane and salvation to a house is woman → Die Frau ist nämlich Leid und Rettung für das Haus

Menander, Monostichoi, 85
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐχαλίνωτος]], -ον (Α)<br />αυτός που συγκρατείται καλά, που [[είναι]] καλά χαλιναγωγημένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>χαλινωτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χαλινώ]]), [[πρβλ]]. <i>α</i>-<i>χαλίνωτος</i>, <i>δυσ</i>-<i>χαλίνωτος</i>].
|mltxt=[[εὐχαλίνωτος]], -ον (Α)<br />αυτός που συγκρατείται καλά, που [[είναι]] καλά χαλιναγωγημένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>χαλινωτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χαλινώ]]), [[πρβλ]]. [[αχαλίνωτος]], [[δυσχαλίνωτος]]].
}}
}}

Latest revision as of 17:45, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐχαλῑνωτος Medium diacritics: εὐχαλίνωτος Low diacritics: ευχαλίνωτος Capitals: ΕΥΧΑΛΙΝΩΤΟΣ
Transliteration A: euchalínōtos Transliteration B: euchalinōtos Transliteration C: efchalinotos Beta Code: eu)xali/nwtos

English (LSJ)

ον, (> χαλινόω) = εὐχάλινος (well-bridled), Hdn. Epim. 178.

German (Pape)

[Seite 1108] gut gezäumt, gut, leicht zu zäumen, Hdn. Epimer. p. 178, Erkl. von εὔφιμος.

Greek (Liddell-Scott)

εὐχᾰλίνωτος: -ον, (χαλῑνόω) ὁ καλῶς κεχαλινωμένος, Ἡρῳδιαν. Ἐπιμ. σ. 178.

Greek Monolingual

εὐχαλίνωτος, -ον (Α)
αυτός που συγκρατείται καλά, που είναι καλά χαλιναγωγημένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -χαλινωτος (< χαλινώ), πρβλ. αχαλίνωτος, δυσχαλίνωτος].