ζαθερής: Difference between revisions
ὦ διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ζαθερής]], -ές (Α)<br />πολύ [[θερμός]], [[καυτός]], [[καυστικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ζα</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>θερης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[θέρος]]), [[πρβλ]]. | |mltxt=[[ζαθερής]], -ές (Α)<br />πολύ [[θερμός]], [[καυτός]], [[καυστικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ζα</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>θερης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[θέρος]]), [[πρβλ]]. [[ειληθερής]], [[ηλιοθερής]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 17:47, 23 August 2021
English (LSJ)
ές, (θέρος) A scorching, καῦμα AP6.120 (Leon.).
Greek (Liddell-Scott)
ζᾰθερής: -ές, (θέρος) λίαν καυστικός, διάθερμος, καῦμα Ἀνθ. Π. 6. 120.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
très chaud.
Étymologie: ζα-, θέρος.
Greek Monolingual
ζαθερής, -ές (Α)
πολύ θερμός, καυτός, καυστικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζα- + -θερης (< θέρος), πρβλ. ειληθερής, ηλιοθερής].
Greek Monotonic
ζᾰθερής: -ές (θέρος), αυτός που έχει μεγάλη θερμότητα, καυτός, διάθερμος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ζᾰθερής: жаркий, знойный, палящий (καῦμα Anth.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ζαθερής -ές [ζα-, θέρος] verschroeiend. AP 6.120.2.