εὐάρματος: Difference between revisions
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
|||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[εὐάρματος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει ωραία άρματα («εὐαρμάτου ἄλσους», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[νικητής]] στο [[αγώνισμα]] της αρματηλασίας («εὐάρματον ἄνδρα», <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>άρματος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[άρμα]]), [[πρβλ]]. | |mltxt=[[εὐάρματος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει ωραία άρματα («εὐαρμάτου ἄλσους», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[νικητής]] στο [[αγώνισμα]] της αρματηλασίας («εὐάρματον ἄνδρα», <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>άρματος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[άρμα]]), [[πρβλ]]. [[πολυάρματος]], [[χρυσάρματος]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 17:52, 23 August 2021
English (LSJ)
ον, (ἅρμα) A with beauteous car, Θήβα S.Ant.845 (lyr.). 2 victorious in the chariot-race, Pi.P.2.5, I.2.17.
German (Pape)
[Seite 1057] glücklich, siegreich im Wettkampf der Wagen, Pind. P. 2, 5 I. 2, 17 u. öfter; Θήβη, mit schönen Wagen, Soph. Ant. 837.
Greek (Liddell-Scott)
εὐάρμᾰτος: -ον, (ἅρμα) ἔχων καλὰ ἅρματα, Θήβας τ’ εὐαρμάτου ἄλσος Σοφ. Ἀντ. 845. 2) νικητὴς ἐν τῇ ἁρματηλασίᾳ, Πίνδ. Π. 2. 9., Ι. 2. 24.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux beaux chars.
Étymologie: εὖ, ἅρμα.
English (Slater)
εὐάρμᾰτος, -ον
1 with splendid chariot εὐάρματος Ἱέρων (P. 2.5) εὐάρματον πόλιν Cyrene (P. 4.7) εὐάρματον ἄνδρα γεραίρων, Ἀκραγαντίνων φάος (I. 2.17) εὐάρματε Θήβα fr. 195.
Greek Monolingual
εὐάρματος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει ωραία άρματα («εὐαρμάτου ἄλσους», Σοφ.)
2. νικητής στο αγώνισμα της αρματηλασίας («εὐάρματον ἄνδρα», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -άρματος (< άρμα), πρβλ. πολυάρματος, χρυσάρματος].
Greek Monotonic
εὐάρμᾰτος: -ον (ἅρμα), αυτός που έχει ωραίο άρμα, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
εὐάρμᾰτος:
1) славный (своими боевыми) колесницами (Θήβη Soph.);
2) побеждающий в состязаниях колесниц (Ἱέρων Pind.).
Middle Liddell
εὐ-άρμᾰτος, ον ἅρμα
with beauteous car, Soph.